Μια οκταετία μετά το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί από μεγάλο όγκο κόκκινων δανείων – 944 δισ. ευρώ. Tα κόκκινα δάνεια καθιστούν πλέον αδύνατη τη χορήγηση νέων πιστώσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Τα περισσότερα επισφαλή δάνεια συσσωρεύτηκαν σε κράτη-μέλη που δέχθηκαν το ισχυρότερο πλήγμα από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Κύπρος. Επειδή οι οικονομίες τους βυθίστηκαν σε ύφεση και οδηγήθηκαν σε υψηλή ανεργία, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, ενώ επιδεινώθηκε και το φαινόμενο των «στρατηγικών κακοπληρωτών».
Το πρόβλημα παραμένει ιδιαίτερα οξύ στην Ελλάδα, που δεν έχει ακόμα εξέλθει από το δανειοδοτικό πρόγραμμα και την εποπτεία των πιστωτών της. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα υπολογίζονται στα 112,3 δισ. ευρώ και αντανακλούν το 50% του ενεργητικού των τραπεζών, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Στην Κύπρο, επίσης, τα κόκκινα δάνεια αναλογούν στο ήμισυ των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, με τη συνολική αξία τους να διαμορφώνεται στα 19,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΚΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2017.
Η Ιταλία εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με τα κράτη-μέλη που έχουν τα περισσότερα κόκκινα δάνεια. Υπολογίζονται στα 224,2 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 25% του ενεργητικού των τραπεζών της Ιταλίας. Στη Γαλλία, τα κόκκινα δάνεια ανέρχονται στα 142,2 δισ. ευρώ και αναλογούν μόνον στο 5% του ενεργητικού των τραπεζών της. Στην 3η θέση είναι η Ισπανία, η οποία είχε δανειστεί περίπου 40 δισ. ευρώ από τις Βρυξέλλες για την αναδιάρθρωση των τραπεζών της, αρκετά πριν από τη δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, δηλαδή το 2012. Είναι, επίσης, ένα από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης όπου εφαρμόστηκαν πέρυσι οι κανόνες της τραπεζικής ένωσης, με το «κούρεμα» ομολόγων της Banco Popular πριν από την πώλησή της στη Santander έναντι ενός ευρώ.
Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών με τα περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δίσταζαν όλα τα προηγούμενα χρόνια να δώσουν δραστική λύση. Το πολιτικό κόστος της καταπολέμησης αυτού του καίριου τραπεζικού ζητήματος έχει κοινωνικές προεκτάσεις, λόγω της βαθιάς ύφεσης στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αλλά και της υψηλής ανεργίας που συνεχίζει να υπάρχει παρά την υφιστάμενη ανάκαμψη. Σήμερα, οι επενδυτές των ευρωπαϊκών τραπεζών εκφράζουν την απογοήτευσή τους.
Παρότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν μειωθεί κατά 280 δισ. ευρώ από τα τέλη του 2014, παραμένουν σοβαρό πρόβλημα που θα πρέπει άμεσα να αντιμετωπισθεί από τις τράπεζες, είχε τονίσει η ΕΚΤ. Η σημερινή συγκυρία είναι θετική λόγω της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος στην ευρύτερη Ευρωζώνη, διευκολύνοντας έως έναν βαθμό την εκκαθάριση των τραπεζικών ισολογισμών. Στην Ιταλία, όμως, ένα ακόμα εμπόδιο για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο που καθυστερεί τη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων. Η Ρώμη προχώρησε τον περασμένο Οκτώβριο σε μεταρρυθμίσεις του ρυθμιστικού πλαισίου των τραπεζών, με στόχο την επιτάχυνση των διαδικασιών. Η Τράπεζα της Ιταλίας επισήμανε στην τελευταία έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ότι η βελτίωση των συνθηκών στην αγορά των ακινήτων μειώνει τους κινδύνους από τη διαγραφή των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ιταλίας Ινιάτσιο Βίσκο είπε πρόσφατα πως το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 1,5% μέσα στο 2018, λόγω της ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος και της προοπτικής αύξησης των επενδύσεων από τις επιχειρήσεις. Ομως παρότρυνε τις ιταλικές τράπεζες να «περιορίσουν τις δαπάνες τους, να συγχωνευθούν και να σχηματίσουν κοινοπραξίες».
Αξίζει να θυμίσουμε ότι, έπειτα από αρκετό καιρό με διαφωνίες και εντάσεις, η Κομισιόν έδωσε το πράσινο φως στη Ρώμη για την «προληπτική ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών της περιφέρειας του Βένετο, με κρατικά κεφάλαια 17 δισ. ευρώ. Επίσης, η Monte dei Paschi εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς κρατικής κηδεμονίας.