Ο Αριστοτέλης αντιμετώπιζε τα χρήματα σαν μέσον, για την επίτευξη στόχων – θεωρώντας πως οτιδήποτε αγοράζει κανείς, θα πρέπει να έχει μεγαλύτερη αξία από το ποσόν που ξοδεύει, αφού διαφορετικά δεν θα το επιζητούσε.
Δηλαδή, το προϊόν που αγοράζουμε, μας «υπόσχεται» ένα συναίσθημα, το οποίο ουσιαστικά εκτιμούμε περισσότερο από το ίδιο το προϊόν. Επειδή δε στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των αξιών ευρίσκεται η ευτυχία, η οποία «ορίζεται» ευρύτερα ως η επιτυχία της ζωής συνολικά, η «εκπλήρωση» καλύτερα, όλα όσα επιδιώκουμε αποσκοπούν στην υψηλότερη δυνατή ποιότητα της ζωής μας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Αριστοτέλης προσδίδει στα χρήματα εκείνη τη λειτουργία, η οποία επιτρέπει την απόκτηση των μέσων που καθιστούν δυνατή την επίτευξη μίας ποιοτικά καλής ζωής – η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ευτυχίας.
Ο ίδιος όμως φιλόσοφος αναφέρεται σε ένα άλλο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο, όταν (εάν) η ποιότητα της ζωής πάψει να αποτελεί το μέτρο της ευτυχίας, τότε δεν υπάρχουν πλέον όρια στην επιθυμία απόκτησης χρημάτων.
Η αιτία είναι το ότι, οι «αριθμοί» είναι εκ φύσεως «ατελείωτοι» οπότε, αναγόμενοι στην ανώτατη βαθμίδα της ιεραρχίας των αξιών, «μεταλλασσόμενοι» δηλαδή από «μέσον» σε αυτοσκοπό, δεν επιτρέπουν ποτέ την «εκπλήρωση» του στόχου.
Έτσι λοιπόν, το άτομο παρασύρεται από τη δίνη του «μαξιμαλισμού», αφού τα χρήματα δεν είναι ποτέ αρκετά. Όσα και αν έχεις δηλαδή, μπορεί πάντοτε να αποκτήσεις περισσότερα – κάτι που δεν συμβαίνει φυσικά σε άλλους τομείς της ζωής, όπως για παράδειγμα στην υγεία, η οποία θεωρείται ως μια βασική προϋπόθεση της ευτυχίας.
Άρα ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η απληστία.