Το ποσό είναι αστρονομικό, ιδίως για την υπερχρεωμένη Ελλάδα. Πάνω από 15 δισ. ευρώ κόστισε η φυγή των επιστημόνων την περίοδο 2008-2016. Τόσα ξόδεψαν συνολικά το κράτος και οι ελληνικές οικογένειες για να προσφέρουν –μέσω των σπουδών– ένα καλύτερο μέλλον στη νέα γενιά. Ωστόσο, η αιμορραγία δεν είναι μόνο οικονομική. Ποιος αλήθεια πιστεύει ότι, μετά μία οκταετία πολυεπίπεδης κρίσης στην Ελλάδα, η μετανάστευση του έμψυχου πλούτου της χώρας οφείλεται μόνο στην οικονομική κρίση και στην ανεργία; Τι έχει κάνει η ελληνική πολιτεία για να αναστρέψει την εικόνα της λειτουργίας του κράτους, για να προσφέρει ένα οργανωμένο πλαίσιο ζωής στους πολίτες και δη στους νέους, για να καταπολεμήσει την αναξιοκρατία, τη φαυλότητα, την ήσσονα προσπάθεια, για να εγκαταλείψει τις μικροπολιτικές, ψηφοθηρικές πρακτικές σε όλο το φάσμα της δημόσιας διακυβέρνησης;
Ειδικότερα, σύμφωνα με πολύπτυχη μελέτη του επίκουρου καθηγητή του ΕΜΠ Σπύρου Α. Παπαευθυμίου, προκύπτει κατ’ αρχάς από την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το 2015 ότι η δαπάνη των νοικοκυριών για την εκπαίδευση ανέρχεται στο 3,3-3,5% των εισοδημάτων τους, ή περίπου 47 ευρώ ανά μήνα. Σημειωτέον ότι η μέση ετήσια δαπάνη όλων των νοικοκυριών το 2015 ανήλθε σε 1.419,57 ευρώ. Αρα, ανάγοντας τη δαπάνη αυτή στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, τον οποίο και επιβαρύνει πρωτίστως, αυτή ανέρχεται σε 1.508 ευρώ ανά έτος ή 125,67 ευρώ ανά μήνα. Και μάλιστα χωρίς σε αυτές τις δαπάνες να συμπεριλαμβάνεται η «μαύρη τρύπα» των εξόδων για ιδιαίτερα μαθήματα ή για ξένες γλώσσες ή για άλλες υπηρεσίες, που προσφέρονται χωρίς απόδειξη.
Αφαιρώντας τα κονδύλια που δίνονται για τα λειτουργικά έξοδα (μισθοδοσία κ.λπ.), καθώς και αυτά για την έρευνα, όπως αναφέρεται στη μελέτη του κ. Παπαευθυμίου, η κρατική δαπάνη για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση επιμεριζόμενη ανά μαθητή φθάνει στα 1.347 ευρώ ετησίως. Ετσι συνολικά, 16.164 ευρώ είναι η μέση ετήσια κρατική δαπάνη για τη δωδεκαετή διαδρομή ενός νέου στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στο ποσό των 1.347 ευρώ, αν προστεθεί στα 1.508 ευρώ της ιδιωτικής δαπάνης για εκπαίδευση, φθάνει τα 2.855 ευρώ ανά μαθητή κατ’ έτος.
Πανεπιστήμια και ΤΕΙ
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, το ποσό αυξάνεται ακόμη περισσότερο. Σύμφωνα με την έκθεση του υπουργείου Παιδείας, με τίτλο «Η στρατηγική της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, 2016-2020», οι τακτικοί φοιτητές το ακαδημαϊκό έτος 2014-15 στα πανεπιστήμια ήταν 180.480 και στα ΤΕΙ 99.391, συνολικά 279.871. Με βάση το κόστος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επί του ΑΕΠ (0,54%) η δαπάνη ανά φοιτητή ΑΕΙ (δηλαδή, στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ) ανέρχεται σε 3.571 ευρώ ετησίως. Το συνολικό κόστος σπουδών για κάθε πτυχιούχο –στις 17.855 ευρώ– προκύπτει αν πολλαπλασιάσουμε την ετήσια δαπάνη ανά φοιτητή επί ν+1 έτη, που αποτελεί τον μέσον όρο φοίτησης. Αν προσθέσουμε και τις 16.164 ευρώ κρατικής δαπάνης από τη 12ετή βασική εκπαίδευσή του το τελικό ποσό που δαπανάται για την εκπαίδευση ενός επιστήμονα στις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης φθάνει τις 34.019 ευρώ.
Η κρίση, βεβαίως, έφερε το brain drain. Μελέτη της KPMG, με θέμα την αγορά εργασίας και τη μετανάστευση των Ελλήνων, κατέδειξε πως ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων που έφυγαν την περίοδο 2008-2016 ανέρχεται σε περίπου 450.000. Στην πλειονότητα είχαν περάσει από κάποιο έδρανο πανεπιστημίου ή ΤΕΙ και μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της μετανάστευσης (αλλαγή περιβάλλοντος, δεξιότητες κ.λπ.). Επομένως, από το brain drain για το διάστημα 2008-2016, η χώρα μας είναι σαν να «χάρισε» 15,3 δισ. ευρώ στις χώρες υποδοχής των επιστημόνων μας.
«Μόνος τρόπος να ανακάμψει η Ελλάδα είναι να επενδύσει σε δραστηριότητες έρευνας και καινοτομίας, με στόχο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της παραγόμενης γνώσης και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να υπάρξει στενή συνεργασία του κρατικού με τον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή τις επιχειρήσεις. Δεν γίνεται να αδιαφορούμε για τη σύνδεση της γνώσης με την παραγωγή και την ανάπτυξη. Δεν μπορούμε ως κοινωνία να σκορπάμε χρήματα, που υποτίθεται ότι επενδύουμε, για να αυξήσουμε τις δεξιότητες της νέας γενιάς με μόνο σκοπό να βολευτούν οι πολιτικά “ημέτεροι” σε μια θέση είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα ανάλογα με το ποιος έχει “μπάρμπα στην Κορώνη”, δηλαδή είτε πολιτικό μέσο είτε γνωριμία σε κάποια επιχείρηση αντίστοιχα», παρατηρεί ο κ. Σπύρος Παπαευθυμίου.
«Δεν γίνεται να μειώνουμε τους όρους διαφάνειας στο κράτος, να καταστρατηγούμε το ΑΣΕΠ, να καταργούμε τη Διαύγεια, να μειώνουμε οριζόντια τις δαπάνες, να μην απολύουμε τους επίορκους, να μην εκδικάζουμε δικαστικές υποθέσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, να μην αντιμετωπίζουμε όλους τους πολίτες ισότιμα. Δεν πρέπει να είναι η φοροαποφυγή το εθνικό μας σπορ. Οφείλουμε να διαμορφώσουμε το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας με ορίζοντα το 2050 και με στρατηγική να το υλοποιήσουμε», προσθέτει. Και συνεχίζει: «Υπάρχει δυνατότητα αλλαγής πλεύσης ή δεχόμαστε να καθηλωθούμε στο διηνεκές σε χαμηλού επιπέδου κρατικές υπηρεσίες, χαμηλές απολαβές και κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα; Μπορούμε να αναδείξουμε τα πλεονεκτήματα της χώρας μας, υιοθετώντας τις βέλτιστες πρακτικές από την κοινωνία, την παιδεία, τον ιδιωτικό τομέα, την πολιτική;». Ερωτήματα που παραμένουν σταθερά κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης σε πρώτο πλάνο στον δημόσιο βίο, χωρίς ακόμη να έχουν απαντηθεί καταφατικά.
Καλές σπουδές σε δύσκολες συνθήκες
«Εάν τα καταφέρεις στο ελληνικό πανεπιστήμιο, μπορείς να τα καταφέρεις παντού!», ανέφερε προ ημερών στην «Κ» Ελληνας επιστήμονας που κατέλαβε πρόσφατα μία θέση διδάσκοντος στο London School of Economics (LSE) του Λονδίνου. Η άποψή του έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς παρά τα στραβά της ελληνικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι Ελληνες πτυχιούχοι συναγωνίζονται τους ξένους στην αναζήτηση θέσεων στον ακαδημαϊκό και ερευνητικό κλάδο ή στις επιχειρήσεις.
«Χιλιάδες απόφοιτοι του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπως οι ίδιοι ομολογούν, ανακαλύπτουν το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσής τους και την αναγνώριση και τον σεβασμό προς το πανεπιστήμιό τους συνεχίζοντας τις σπουδές τους σε μεταπτυχιακά προγράμματα διεθνώς, μεταξύ αυτών και σε γνωστά πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ», ανέφερε
ο κ. Θάνος Δημόπουλος, πρύτανης του εμβληματικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Και όμως, παρά τις επιδόσεις τους και το σιωπηλό έργο που κάνουν πανεπιστημιακοί και φοιτητές, τα ελληνικά ΑΕΙ –και δη του κέντρου της Αθήνας– είναι έρμαια στην εγκληματική βία, την παραβατικότητα και την αυθαιρεσία. Παράδειγμα, οι πρόσφατες ληστείες πεζών στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου.
Η πολιτεία παραμένει απλός θεατής όσων γίνονται. Εκτός κι αν πιστεύει κάποιος ότι η επιτροπή που είχε εξαγγελθεί από τον υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου τον περασμένο Ιούλιο, (τότε 471 φοιτητές είχαν διαμαρτυρηθεί για τη διακίνηση ναρκωτικών εντός των υπαίθριων χώρων του ΑΠΘ) και η οποία συγκροτήθηκε σε σώμα μόλις προ ημερών (μετά τα περιστατικά στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου), έχει στόχο να δώσει πρακτικές λύσεις και όχι να… πετάξει την μπάλα στην εξέδρα.