Τι θα ισχύσει για την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων και τη συνεργασία σε ζητήματα αστικών και εμπορικών υποθέσεων
Δικηγορικός Σύλλος Αθηνών
Σύμφωνα με την ενημέρωση που είχε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών από το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Δικηγορικών Συλλόγων (CCBE) την 8 Δεκεμβρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγήθηκε προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ένα προχωρημένο σχέδιο συμφωνίας για το BREXIT. Αυτό περιλαμβάνει πολύ σημαντικές παραμέτρους και για το δικηγορικό επάγγελμα και για την δικαιοδοσία των δικαστηρίων.
Παρατίθενται τα βασικά σημεία του σχεδίου (η μετάφραση έγινε με επιμέλεια του κ. Π. Αλεξανδρή):
• Η Κοινή Αντίληψη που επικρατεί στο πλαίσιο της συμφωνίας θα θέσει ως απώτερο στόχο το να καταστήσει δυνατή τόσο για τους πολίτες της ΕΕ όσο και για τους υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου και τα αντίστοιχα μέλη των οικογενειών τους την εφόρου ζωής συνέχιση άσκησης των δικαιωμάτων τους που απορρέουν από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα εκατέρωθεν εδάφη, εφόσον είχαν μετοικήσει πριν από την ημερομηνία που, κατά την Κοινή Έκθεση, ορίζεται ως η «συγκεκριμένη ημερομηνία», ήτοι η ημερομηνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ (η εν λόγω ημερομηνία θα μπορούσε να συνιστά το πέρας της μεταβατικής περιόδου).
• Πολίτες χωρίς τόπο μόνιμης διαμονής (με ελάχιστη χρονική διάρκεια διαβίωσης τα 5 έτη στο κράτος υποδοχής) θα εξακολουθούν να τελούν υπό την προστασία της Συμφωνίας Αποχώρησης και θα δύνανται να αποκτήσουν δικαιώματα μόνιμης διαμονής μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου.
• Οι πολίτες της ΕΕ και οι υπήκοοι του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και τα αντίστοιχα μέλη των οικογενειών τους, θα μπορούν να συνεχίζουν να ζουν, να εργάζονται ή να σπουδάζουν υπό τους όρους που ίσχυαν σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο και να απολαύουν της απαγόρευσης των διακρίσεων που βασίζονται στην ιθαγένεια.
• Οι πολίτες θα διατηρούν, επιπροσθέτως, το δικαίωμά τους στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στις συντάξεις και σε άλλες παροχές κοινωνικής ασφάλισης και, σε περίπτωση ύπαρξης δικαιώματος επί παροχής από ορισμένο κράτος, θα δύνανται να λαμβάνουν την εν λόγω παροχή, ακόμη κι αν διαβιούν σε άλλο κράτος. Όταν οι πολίτες θα αξιώνουν μια παροχή, ακόμη και μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, οι προγενέστερες περίοδοι ασφαλίσεως, εργασίας ή διαμονής εντός της ΕΕ ή του Ηνωμένου Βασιλείου θα λαμβάνονται υπόψη.
• Τα ισχύοντα δικαιώματα των συζύγων, των καταχωρημένων συντρόφων, των γονέων, των παππούδων/γιαγιάδων, των τέκνων, των εγγονιών και των προσώπων που τελούν σε μόνιμη σχέση προστατεύονται, έστω κι αν δεν ζουν ακόμα στο ίδιο Κράτος που ζει ο πολίτης της ΕΕ ή ο υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά θα είναι σε θέση να μεταβούν για να εγκατασταθούν μαζί του στο μέλλον.
• Το δικαίωμα στην επανένωση δεν έχει συμφωνηθεί προς το παρόν για τους μελλοντικούς συντρόφους ή συζύγους που δεν είναι σύντροφοι ή σύζυγοι κατά τη «συγκεκριμένη ημερομηνία». Αυτό αποτελεί ζήτημα που θα εξεταστεί στη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων και θα συσχετιστεί με την περίπτωση της μελλοντικής συμβίωσης.
• Όλα τα τέκνα θα προστατεύονται από τη Συμφωνία Αποχωρήσεως, οπουδήποτε και οποτεδήποτε έχουν γεννηθεί, με εξαίρεση τα γεννημένα κατόπιν της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου τέκνα, για τα οποία ο γονέας που δεν καλύπτεται από την εν λόγω Συμφωνία ασκεί αποκλειστικώς την επιμέλεια δυνάμει του ισχύοντος οικογενειακού δικαίου.
• Τα μέτρα για τον καθορισμό των κριτηρίων νόμιμης διαμονής θα πρέπει να είναι απολύτως απαραίτητα και ανάλογα προς τυχόν αποφευκταίες περιττές διοικητικές επιβαρύνσεις. Οι διαδικασίες θα πρέπει να διεξάγονται με διαφάνεια, να είναι ομαλές και εκσυγχρονισμένες, οι δαπάνες δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν τις αντίστοιχες δαπάνες που επιβάλλονται στους υπηκόους για την απόκτηση τέτοιου είδους εγγράφων, ενώ οι πολίτες που ήδη διαθέτουν άδεια μόνιμης διαμονής θα έχουν τη δυνατότητα να την ανταλλάξουν δωρεάν με αντίστοιχη άδεια κατά την οποία θα τελούν υπό το «ειδικό καθεστώς».
• Οι διοικητικές διαδικασίες προκειμένου για τις αιτήσεις υπαγωγής στο «ειδικό καθεστώς», σύμφωνα με την Συμφωνία Αποχώρησης, θα ορίζονται με σαφήνεια και θα διευκρινίζουν πως το κράτος υποδοχής δεν θα μπορεί να απαιτεί περισσότερα από όσα κρίνονται απολύτως αναγκαία και ανάλογα για να προσδιορίζουν εάν τα κριτήρια νόμιμης διαμονής πληρούνται. Σφάλματα, ακούσιες παραλήψεις ή μη τήρηση της προθεσμίας προς υποβολή της αίτησης θα τηρεί την αρχή της αναλογικότητας.
• Κανένας πολίτης δεν θα στερείται τα δικαιώματά του/της, όπως αυτά τίθεται στη Συμφωνία Αποχώρησης, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ή απόφαση επί αιτήσεως που υποβλήθηκε, με σκοπό την υπαγωγή στο «ειδικό καθεστώς». Η Συμφωνία Αποχώρησης θα διασφαλίζει τις ίδιες εγγυήσεις κατά οποιουδήποτε περιορισμού δικαιωμάτων με αυτές που προβλέπονται στο κοινοτικό δίκαιο.
• Η Συμφωνία Αποχώρησης θα περιέχει ρητή διάταξη κατά την οποία οι πολίτες θα μπορούν να επικαλούνται ευθέως τα δικαιώματα και οι αντίθετοι ή ασυμβίβαστοι κανόνες δεν θα εφαρμόζονται. Περαιτέρω, το Ηνωμένο Βασίλειο θα θεσπίσει πρωτογενή νομοθεσία, προκειμένου το Τμήμα της εν λόγω Συμφωνίας που αφορά στα δικαιώματα των πολιτών να ενσωματωθεί στην έννομη τάξη του.
• Προκειμένου να εξασφαλιστεί ενιαία ερμηνεία των δικαιωμάτων των πολιτών, όπως αυτά κατοχυρώνονται στη Συμφωνία Αποχώρησης, αναγνωρίζεται ο ρόλος του ΔΕΕ κατά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου οφείλουν να λάβουν δεόντως υπόψη σχετικές αποφάσεις του ΔΕΕ που εκδόθηκαν μετά την ημερομηνία αποχώρησης. Τα βρετανικά δικαστήρια θα είναι, επίσης, σε θέση να υποβάλλουν ενώπιον του ΔΕΕ, στις περιπτώσεις που κρίνουν ότι τούτο απαιτείται, ερωτήματα επί της ερμηνείας αυτών των δικαιωμάτων κατά την επίλυση δικαστικών διαφορών που προέκυψαν εντός οκτώ (8) ετών από την ημερομηνία εφαρμογής της Συμφωνίας Αποχώρησης.
• Ο σεβασμός και η εφαρμογή των δικαιωμάτων των πολιτών εντός της ΕΕ θα ελέγχεται από την Επιτροπή. Ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο, τη λειτουργία αυτή θα επιτελεί ανεξάρτητη εθνική αρχή.
• Ωστόσο, η παρούσα συμφωνία δεν προδικάζει την έκβαση μελλοντικών διαβουλεύσεων όσον αφορά τη γενική διαχείριση στο πλαίσιο της Συμφωνίας Αποχώρησης ή μεταβατικών ρυθμίσεων.
• Αποφάσεις επί της αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων που χορηγούνται σε πρόσωπα, τα οποία καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας Αποχώρησης πριν από την «συγκεκριμένη ημερομηνία» στο Κράτος υποδοχής και ως προς τους μεθοριακούς εργαζομένους στο Κράτος εργασίας (είτε στο Ηνωμένο Βασίλειο είτε σε κάποιο εκ των κρατών μελών της ΕΕ των 27 «ΕΕ27») δυνάμει του Τίτλου ΙΙΙ της Οδηγίας 2005/36/ΕΚ (αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων όπου ο ενδιαφερόμενος ασκούσε την ελευθερία εγκατάστασης), του Άρθρου 10 της Οδηγίας 98/5/ΕΚ (δικηγόροι που απέκτησαν πρόσβαση στην άσκηση του επαγγέλματος στο Κράτος υποδοχής και τους επιτρέπεται η άσκησή του, με βάση τον επαγγελματικό τίτλο του Κράτους υποδοχής παράλληλα με τον τίτλο που απέκτησαν στο Κράτος προέλευσης) και του Άρθρου 14 της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ (αδειοδότηση ορκωτών ελεγκτών) θα υπόκεινται σε προϋφιστάμενο καθεστώς. Οι διαδικασίες αναγνώρισης, δυνάμει των εν λόγω Οδηγιών, που βρίσκονται σε εξέλιξη κατά την προβλεφθείσα «συγκεκριμένη ημερομηνία» σε σχέση με τα πρόσωπα αυτά, θα ολοκληρωθούν σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και θα υπόκεινται σε προϋφιστάμενο καθεστώς. Πέραν του πεδίου εφαρμογής της εντολής της ΕΕ για την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων βρίσκονται:
- η διαρκής προστασία των δικαιωμάτων των υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας Αποχώρησης και μετοικούν μετά την «συγκεκριμένη ημερομηνία» για να εγκατασταθούν σε διάφορο Κράτος Μέλος,
- οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι,
- τα επαγγελματικά προσόντα: οι μελλοντικές αποφάσεις περί αναγνώρισης, η αναγνώριση προσόντων μη κατοίκων και η ίση μεταχείριση επαγγελματιών που δεν είναι ούτε μεθοριακοί εργαζόμενοι ούτε κάτοικοι,
- η αναγνώριση αδειών και πιστοποιητικών με πανευρωπαϊκή αναγνώριση μέχρι στιγμής,
- οι δικηγόροι που ασκούν το επάγγελμα δυνάμει επαγγελματικού τίτλου εκδοθέντος από το κράτος προέλευσης, και
- το εδαφικό πεδίο εφαρμογής των οικονομικών δικαιωμάτων και ειδικότερα η δευτερεύουσα εγκατάσταση και η διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών.
Άλλα ζητήματα σχετικά με την αποχώρηση
- Ως προς τη συνεργασία σε ζητήματα αστικών και εμπορικών υποθέσεων είναι ομόφωνη η άποψη ότι: α) Οι κανόνες της ΕΕ για τη σύγκρουση νόμων εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε συμβάσεις που συνήφθησαν πριν την ημερομηνία αποχώρησης και σε εξωσυμβατικές ενοχές όπου ζημιογόνο γεγονός έλαβε χώρα πριν την ημερομηνία αποχώρησης, β) Το δίκαιο της ΕΕ για τη διεθνή δικαιοδοσία θα πρέπει να συνεχίζει να εφαρμόζεται στα πλαίσια ένδικων διαδικασιών που κινήθηκαν πριν από την ημερομηνία αποχώρησης, γ) Το δίκαιο της ΕΕ θα πρέπει να συνεχίζει να εφαρμόζεται για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν από την αποχώρηση, δ) Σχετική εκκρεμής δικαστική συνεργασία θα πρέπει να ολοκληρωθεί.
- Εξακολουθούν να υφίστανται ερωτήματα σχετικά με το εάν το δίκαιο της ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται σε ό,τι αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων που εκδόθηκαν κατόπιν της αποχώρησης σε διαδικασίες που είναι εν εξελίξει κατά την ημερομηνία αποχώρησης. Διαφωνία εξακολουθεί να υφίσταται σχετικά με το εάν η ύπαρξη ρήτρας παρέκτασης της δικαιοδοσίας που συνομολογήθηκε πριν από την αποχώρηση θα συνεπάγεται την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων στο πλαίσιο επίλυσης δικαστικών διαφορών μετά την εν λόγω αποχώρηση.
- Σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ζητήματα που άπτονται του ποινικού δικαίου, επικρατεί ευρεία ομοφωνία ότι: όλες οι διαδικασίες διαρθρωμένης και επίσημης συνεργασίας που βρίσκονται εν εξελίξει κατά την ημερομηνία αποχώρησης και έχουν υπερβεί ένα συγκεκριμένο όριο που αναμένεται να καθοριστεί θα πρέπει να ολοκληρωθούν σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ. Απαιτείται περισσότερη εργασία αναφορικά με την καταγραφή των οικείων μέσων για τον προσδιορισμό ενός ‘τερματικού σημείου’ διά του οποίου να βεβαιώνεται η αποπεράτωση των σχετικών διαδικασιών. Επιπλέον, χρειάζονται περαιτέρω διαβουλεύσεις για να διευκρινιστεί ότι τα ενωσιακά μέσα που προβλέπουν δικονομικά δικαιώματα θα πρέπει να συνεχίσουν να εφαρμόζονται καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών κατόπιν της αποχώρησης.
- Ως προς τις υπό εξέλιξη ένδικες διαδικασίες της ΕΕ, έχει συνομολογηθεί μεταξύ των διαπραγματευτών ότι: το ΔΕΕ παραμένει αρμόδιο για ένδικες διαδικασίες του Ηνωμένου Βασιλείου, με το τελευταίο υπό την ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγομένου, όπως και για τη διαδικασία των προδικαστικών παραπομπών που ξεκίνησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά καταχωρήθηκαν στο ΔΕΕ κατά την ημερομηνία αποχώρησης. Κι αυτές οι διαδικασίες θα πρέπει να εξακολουθήσουν μέσω κάποιας δικαστικής απόφασης δεσμευτικού περιεχομένου.
- Υπάρχει διαφωνία ως προς την συνεχιζόμενη αρμοδιότητα του ΔΕΕ σε σχέση με πραγματικά περιστατικά που έχουν προκύψει πριν από την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, την εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων του ΔΕΕ μετά την αποχώρηση, καθώς και την δυνατότητα του Ηνωμένου Βασιλείου να ασκήσει παρέμβαση ενώπιον του ΔΕΕ στο μέλλον.
- Σχετικά με τις υπό εξέλιξη διοικητικές διαδικασίες της ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει θέση στο ζήτημα των εκκρεμών διοικητικών διαδικασιών συμμόρφωσης που ολοκληρώνονται με δεσμευτική ισχύ και πιθανόν οδηγούν σε επακόλουθες δεσμευτικές ένδικες διαδικασίες.
- Για τη διασφάλιση διάρκειας στη διαθεσιμότητα προϊόντων που τέθηκαν σε κυκλοφορία δυνάμει του δικαίου της ΕΕ πριν από την αποχώρηση συμφωνείται ότι: α) Προϊόντα που τέθηκαν σε κυκλοφορία σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ πριν από την αποχώρηση δύνανται να διατίθενται ελεύθερα στις αγορές του Ηνωμένου Βασιλείου και της ΕΕ, β) Δεν θα είναι αναγκαίες τυχόν τροποποιήσεις προϊόντων ή εκ νέου σήμανση αυτών, γ) Τα προϊόντα θα μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία, όπου αυτό προβλέπεται σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, δ) Τα οικεία προϊόντα θα πρέπει να υπόκεινται σε διαρκή εποπτεία.
- Εξακολουθεί να απαιτείται η εκπόνηση ουσιαστικών εργασιών σχετικά με την έννοια της «διάθεσης στην αγορά». Ουσιώδης διάσταση απόψεων εξακολουθεί να υπάρχει σε ό,τι αφορά την πρόθεση της ΕΕ να εφαρμόζει τους ενωσιακούς κανόνες στο ζήτημα της εισαγωγής όλων των προϊόντων ζωικής προέλευσης από την ημερομηνία αποχώρησης, ανεξαρτήτως του χρόνου που τέθηκαν σε κυκλοφορία, καθώς και ως προς την αρμοδιότητα για την εκτέλεση δράσεων που είναι σύμφωνες με τους κανόνες της ΕΕ, βάσει του ενωσιακού δικαίου, μετά την αποχώρηση.
- Η ΕΕ επιμένει στη θέση ότι οιαδήποτε δραστηριότητα συμμόρφωσης εκκινούμενη μετά την αποχώρηση θα εκτελείται από τις αρμόδιες αρχές ή τους φορείς, σε συμφωνία με το ισχύον ενωσιακό δίκαιο, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο προσβλέπει στη διατήρηση από το ίδιο προσωρινής (αλλά ενδεχομένως χωρίς περιορισμούς) αρμοδιότητας για τις εν λόγω δραστηριότητες.
- Σε σχέση με τη γενική διαχείριση στο πλαίσιο της Συμφωνίας Αποχώρησης, πραγματοποιήθηκαν ορισμένες διαβουλεύσεις για την επίλυση διαφορών και τον έλεγχο της λειτουργίας της Συμφωνίας Αποχώρησης, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας συγκρότησης κοινής επιτροπής, πλην όμως παραμένουν σημαντικές αποκλίσεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ήδη εκφράσει την αντίθεσή της στην παραχώρηση κεντρικού ρόλου στο ΔΕΕ, τη στιγμή που η Επιτροπή έχει υπογραμμίσει την ανάγκη προστασίας της αυτονομίας της ΕΕ και της εννόμου τάξεώς της.
Επόμενα βήματα
- Η συμφωνία που επετεύχθη στα ζητήματα της πρώτης φάσης τώρα θα επανεξεταστεί από τους πρέσβεις των κρατών μελών ενόψει συνεδρίασης του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων για τη συζήτηση της προόδου των διαπραγματεύσεων, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 12 Δεκεμβρίου 2017.
- Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να προβεί σε ψηφοφορία επί Ψηφίσματος που θα πραγματοποιηθεί στις 13 Δεκεμβρίου ως προς το εάν θεώρησε επαρκή την πρόοδο που σημειώθηκε, κατόπιν δηλώσεων από πλευράς της Επιτροπής και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων που αναμένεται να πραγματοποιηθούν στην Ολομέλεια.
- Η συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου στην οποία θα συνέλθει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα αποτελέσει πεδίο προκειμένου να αποφασιστεί αν σημειώθηκε επαρκής πρόοδος για την προώθηση των διαπραγματεύσεων στις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις και την μεταβατική περίοδο.
- Στην περίπτωση που κριθεί πως έχει υπάρξει επαρκής πρόοδος, τότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα υιοθετήσει μια νέα σειρά κατευθυντήριων οδηγιών για τον Επικεφαλής των διαπραγματεύσεων κατά τη δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων αναφορικά με τις μελλοντικές σχέσεις και την δυνατότητα μεταβατικής περιόδου.
- Στην περίπτωση που θεωρηθεί ότι δεν σημειώθηκε ικανοποιητική πρόοδος στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, αναμένεται να διεξαχθούν έκτακτες συνομιλίες προς την κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων στις αρχές του Ιανουαρίου του 2018.
- Ταυτόχρονα, το στάδιο επεξεργασίας από πλευράς της Επιτροπής του νομοσχεδίου επί της αποχώρησης από την ΕΕ που ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου θα συνεχίσει στις 12,13 και 20 Δεκεμβρίου. Δεδομένης της κρισιμότητας που ενέχει για τη στρατηγική των κυβερνήσεων η ψήφος για την έγκριση του νομοσχεδίου επί της αποχώρησης και λόγω της λεπτής ισορροπίας που χαρακτηρίζει τις ψήφους στο Κοινοβούλιο, η παρουσία του συνόλου των βουλευτών θα είναι ουσιώδης. Ωστόσο, το σχετικό με τις ψήφους χρονοδιάγραμμα μπορεί να υπόκειται σε καθυστερήσεις.
- Η Συμφωνία Αποχώρησης θα πρέπει να συνταχθεί με βάση την Κοινή Έκθεση και το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που πραγματοποιήθηκαν σε σχέση με άλλα ζητήματα επί της αποχώρησης, συμπεριλαμβανομένης της μεταβατικής περιόδου. Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις θα διεξαχθούν κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2018. Μια τελική έκδοση του νομοσχεδίου επί της αποχώρησης αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τον Οκτώβριο του 2018, ώστε να είναι σε θέση να κυρωθεί πριν από τα τέλη Μαρτίου του 2019.
- Ενδεχόμενη συμφωνία κατόπιν διαπραγματεύσεων θα πρέπει να εγκριθεί με ειδική πλειοψηφία του Συμβουλίου. Η τελική συμφωνία θα πρέπει εξίσου να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν ψηφοφορίας με απλή πλειοψηφία, όπως επίσης και από το Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου.