Με απόφαση του 1ου Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου ακυρώθηκε πρόστιμο της φορολογικής αρχής, που επιβλήθηκε σε έναν κάτοικο Ρόδου, ο οποίος είχε αναλάβει, κατόπιν σύμβασης με την εταιρεία «ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΡΟΔΟΥ Α Ε.» (ΡΟΔΩΝ ΑΕ) την διαχείριση της επιχείρησης «Παλαιό Συσσίτιο».
Το πρόστιμο, με τις προσαυξήσεις ανέρχεται σήμερα στα 100.000 ευρώ περίπου, ενώ η όλη υπόθεση ανάθεσης της διαχείρισης είχε προκαλέσει θόρυβο στην κοινή γνώμη αφενός λόγω των διαπιστώσεων παραβάσεων στην δημοτική επιχείρηση και αφετέρου λόγω καταγγελιών δημοτικών συμβούλων γύρω από την εγκυρότητα της σύμβασης, που είχε υπογραφεί επί των ημερών της πρώην προέδρου κ. Ρένας Μαντικού.
Μάλιστα η δημοτική επιχείρηση, επί θητείας ως προέδρου του κ. Τσ. Τριομμάτη, είχε υποβάλει αγωγή κατά της κ. Μαντικού με την οποία κατήγγειλε ως παράνομη την διαδικασία που είχε ακολουθηθεί. Η αγωγή, που απορρίφθηκε, εξετάζεται σε δεύτερο βαθμό.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Ο προσφεύγων διατηρούσε ατομική επιχείρηση, η οποία έδρευε στο Φαληράκι του Δήμου Καλλιθέας στη Ρόδο, είχε αντικείμενο εργασιών την εκμετάλλευση σκαφών και, κατά τις κρινόμενες χρήσεις, τηρούσε βιβλία Β’ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Περαιτέρω, μεταξύ του προσφεύγοντος και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΡΟΔΟΥ Α Ε.» υπογράφηκε την 1.2.2008 σύμβαση διαχείρισης επιχείρησης (αναψυκτηρίου, ουζερί και καφετέριας) που διατηρούσε η τελευταία στη Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου με την ονομασία «Παλαιό Συσσίτιο».
Συγκεκριμένα, ανατέθηκε στον προσφεύγοντα έναντι αμοιβής (κατ’ αποκοπή ποσό 20.000 ευρώ συν ποσοστό επί των καθαρών κερδών ως αμοιβή ενθάρρυνσης), η διαχείριση της ανωτέρω επιχείρησης, την οποία όφειλε να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και τους κανόνες του επαγγέλματος, με σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών της, με την υποχρέωση να λογοδοτεί στο τέλος κάθε εβδομάδας και οποτεδήποτε άλλοτε του ζητηθεί προς την αναθέτουσα εταιρεία.
Η διάρκεια της ανωτέρω σύμβασης ορίστηκε στα δώδεκα έτη ήτοι μέχρι τις 29.2.2010, ωστόσο στις 30.4.2009 υπεγράφη συμφωνητικό λύσης αυτής και ορίστηκε μεταξύ άλλων ότι ‘η πρώτη συμφωνεί την καταβολή προς τον δεύτερο ποσού αποζημίωσης για την πρόωρη λύση της σύμβασης το ποσό των 40.000 ευρώ … που θα καταβληθούν σε τέσσερις ισόποσες δόσεις των 10.000 ευρώ η κάθε μια και συγκεκριμένα η πρώτη θα καταβληθεί στις 30.8.2009, η δεύτερη στις 30.0.2009, η τρίτη στις 30.6.2010 και η τέταρτη στις 30.7.2010’. Ακολούθως, προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος στην επιχείρηση του προσφεύγοντος σχετικά με την έκδοση φορολογικών στοιχείων προς την ως άνω εταιρεία, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Ρόδου εξέδωσε την 1626/2010 εντολή, σε εκτέλεση της οποίας συνεργείο ελέγχου μετέβη στην έδρα της επιχείρησης και συνέταξε την 224/1.3.2011 έκθεση ελέγχου.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του ελέγχου προέκυψε ότι ο προσφεύγων δεν εξέδωσε αφενός μεν, ένα φορολογικό στοιχείο (τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών) καθαρής αξίας 17.699,12 ευρώ προς την ανωτέρω εταιρεία, που αφορά την ελάχιστη αμοιβή που εισπράχθηκε για τις υπηρεσίες διαχείρισης κατά τη χρήση του 2008, αφετέρου δε ένα φορολογικό στοιχείο (τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών) ίδιας αξίας που αφορά την αποζημίωση που εισέπραξε από την προαναφερθείσα εταιρεία κατά τη διαχειριστική περίοδο του 2009.
Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις, ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Ρόδου εξέδωσε 2 πράξεις και επέβαλε στον προσφεύγοντα το προβλεπόμενο πρόστιμο σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν.2523/1997, ίσο με την αξία της κάθε συναλλαγής.
Ο προσφεύγων επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι αντισυμβαλλόμενος της προαναφερόμενης εταιρείας ήταν ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο και όχι με την ιδιότητα του επιτηδευματία.
Εισέπραξε δε τα επίμαχα ποσά στο πλαίσιο της παροχής εξαρτημένης εργασίας προς την ως άνω εταιρεία, η δε ατομική επιχείρηση που διατηρούσε με αντικείμενο εργασιών τις υπηρεσίες σκαφών, ουδεμία σχέση είχε με τη σύμβαση διαχείρισης επιχείρησης (αναψυκτηρίου, ουζερί και καφετέριας) που υπέγραψε με την εν λόγω εταιρεία.
Αντιθέτως, η φορολογική αρχή, με την από 7.9.2015 έκθεση απόψεών της, υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων, ως αντισυμβαλλόμενος, είχε την ιδιότητα του επιτηδευματία, ενώ άλλωστε εάν είχε δεσμούς εξάρτησης ως φυσικό πρόσωπο θα έπρεπε να είχε υπογράψει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και να καταβάλλονταν οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές και ζητά την απόρριψη της προσφυγής.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων και η ανωτέρω εταιρεία, με τους όρους της συμφωνίας τους, απέβλεπαν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στο μισθό και ο προσφεύγων υπέκειτο σε νομική και προσωπική εξάρτηση από την εργοδότρια εταιρεία, η οποία εκδηλωνόταν με το δικαίωμα της τελευταίας να δίνει δεσμευτικές για τον προσφεύγοντα οδηγίες, ως προς τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του προς αυτές. Και τούτο, διότι ο προσφεύγων ανέλαβε την διαχείριση της επιχείρησης, την οποία όφειλε να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και του επαγγέλματος, λογοδοτούσε στο τέλος κάθε εβδομάδας και οποτεδήποτε άλλοτε του ζητείτο προς την αναθέτουσα εταιρεία, η οποία μετά το πέρας του κάθε ελέγχου διαπίστωνε την κανονικότητα και τακτοποίηση του διαχειριστή, απαγορευόταν κάθε οικοδομική εργασία χωρίς τη γραπτή συναίνεση της αναθέτουσας και η αμοιβή του καθορίστηκε σε μισθό με πρόσθετη προμήθεια επί του τζίρου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων κατά τις κρίσιμες διαχειριστικές περιόδους, συνδεόταν με την εν λόγω εταιρεία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως μισθωτός και όχι με σχέση ανεξάρτητων υπηρεσιών ως επιτηδευματίας και επομένως, δεν υπείχε υποχρέωση έκδοσης τιμολογίου, ούτε για την αμοιβή που έλαβε για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του, ούτε για την αποζημίωση που κατεβλήθη μετά τη λύση της σύμβασης.
Τον προσφεύγοντα εκπροσώπησαν οι δικηγόροι κ.κ. Ηλίας Ζωγραφίδης και Ακης Δημητριάδης.