Ποιος είναι αρμόδιος για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας
Τροποποιήσεις στο Νόμο 2225/1994 σχετικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης για την Κύρωση της Σύµβασης για την Πρόληψη και την Καταπολέµηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, που βρίσκεται εδώ και λίγες μέρες στη Βουλή.
Ειδικότερα, το άρθρο 25 παρ. 2 του σχεδίου νόμου, όπου περιλαμβάνονται διατάξεις που αφορούν την ποινική δικαιοσύνη, προβλέπει την τροποποίηση των διατάξεων του ν. 2225/1994 σχετικά με την αρµοδιότητα για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Αιτιολογική έκθεση
Με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2225/1994 η αρµοδιότητα για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας ανατέθηκε στον εισαγγελέα εφετών του τόπου της αιτούσας την άρση αρχής ή του τόπου όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση.
Ήδη, όµως, µε νεότερους νόµους (άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 2265/1994, άρθρο 14 του ν. 3387/2005 και άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008, όπως ισχύουν), τόσο στη Διεύθυνση Αντιµετώπισης Ειδικών Εγκληµάτων Βίας (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., όσο και στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), δηλαδή στις κρατικές αρχές από τις οποίες υποβάλλεται η συντριπτική πλειονότητα των σχετικών αιτηµάτων άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, προβλέφθηκε η απόσπαση συγκεκριµένων εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι, µετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου, αποσπώνται µε πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στις υπηρεσίες αυτές, στις οποίες και εγκαθίστανται, εποπτεύοντας και ελέγχοντας µε την παρουσία τους τη νοµιµότητα της επιχειρησιακής τους δράσης.
Οι εισαγγελικοί αυτοί λειτουργοί, κατά πάγια µέχρι σήµερα πρακτική, φέρουν τον βαθµό είτε του αντεισαγγελέα εφετών είτε του εισαγγελέα εφετών, δηλαδή διαθέτουν επαρκή υπηρεσιακή εµπειρία, λόγω δε της µόνιµης εγκατάστασής τους στους χώρους των πιο πάνω υπηρεσιών, έχουν εύκολη και άµεση πρόσβαση στα στοιχεία και τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εκτίµηση των σχετικών αιτηµάτων άρσης του απορρήτου.
Άλλωστε, µε την έκδοση και παραµονή των σχετικών εισαγγελικών διατάξεων στους χώρους των καλά φυλασσόµενων κρατικών αυτών υπηρεσιών, επιτυγχάνεται η αποφυγή περιττής διακίνησης της σχετικής αλληλογραφίας σε άλλες υπηρεσίες και αποµακρύνεται έτσι ο κίνδυνος διαρροής του περιεχοµένου της, το οποίο, αφενός µεν αφορά ευαίσθητα προσωπικά δεδοµένα, αφετέρου δε, σχετιζόµενο µε την εθνική ασφάλεια της Χώρας, είναι άκρως απόρρητο.
Η διάταξη
Η παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2225/1994 (A΄ 121) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών του τόπου της αιτούσας αρχής ή του τόπου όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση, εκτός αν στην αιτούσα αρχή, µε βάση διάταξη νόµου και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου έχει ήδη αποσπασθεί και υπηρετεί µε αποκλειστική απασχόληση συγκεκριµένος εισαγγελικός λειτουργός, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η ανωτέρω αίτηση υποβάλλεται σε αυτόν. Ο πιο πάνω, κατά περίπτωση, αρµόδιος εισαγγελικός λειτουργός αποφασίζει µέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου µε διάταξή του στην οποία περιέχονται τα αναφερόµενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 στοιχεία. Αν κατά την κρίση του, µετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισµένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική µνεία στη διάταξη.»