Η Ευρώπη θέλει να επιβάλει αυστηρούς ελέγχους στις επενδύσεις ξένων επιχειρήσεων στο έδαφός της επειδή την προβληματίζει η στάση της Κίνας, η Αυστραλία απαγορεύει την εξαγορά στρατηγικής σημασίας περιουσιακών της στοιχείων από κινεζικές επιχειρήσεις, ενώ στον Καναδά οι Αρχές διερευνούν αν η εξαγορά μεγάλης εργολαβικής εταιρείας από κινεζική απειλεί την εθνική της ασφάλεια. Η Κίνα επιχειρεί να διευρύνει τον πλούτο της και την επιρροή της, και οι ΗΠΑ δεν είναι η μοναδική χώρα που θέλει να θωρακίσει τις βιομηχανίες της με το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας.
Κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο και ιδιαιτέρως στην Ευρώπη τείνουν ολοένα και περισσότερο να επικαλούνται τέτοιους κινδύνους, όταν εξετάζουν τις κινεζικές επενδύσεις, για να περιφρουρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Το θέμα είναι δυσεπίλυτο. Οι χώρες πρέπει να προστατεύσουν τις στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες τους, να μην επιτρέψουν σε κανέναν να υποκλέψει ευαίσθητες τεχνολογίες αλλά και να κρατήσουν τους Κινέζους επενδυτές και να βελτιώσουν τις εμπορικές τους συναλλαγές με το Πεκίνο. «Απ’ ό,τι φαίνεται, η Κίνα ενισχύεται σε όλα τα μέτωπα και το θέμα είναι πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί αυτό το θέμα», σχολιάζει ο Φιλίπ Λε Κορ, ειδικός για θέματα Κίνας στο Harvard Kennedy School. Οπως τονίζει ο ίδιος, οι περισσότερες χώρες δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν.
Την πιο σκληρή γραμμή απέναντι στην Κίνα φαίνεται να υιοθετούν οι ΗΠΑ. Η απόφαση του Αμερικανού προέδρου να απαγορεύσει την εχθρική εξαγορά της Qualcomm από την Broadcom, ανταγωνίστριά της από τη Σιγκαπούρη, οφείλεται στην ανησυχία της Ουάσιγκτον ότι το αποτέλεσμα θα ήταν να αποκτήσει η Κίνα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η αμερικανική Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων (Cfius), που συνέστησε να απαγορευθεί η εξαγορά, αναμένεται να υιοθετήσει πιο σκληρή στάση προς την Κίνα.
Η εν λόγω επιτροπή, που έχει τη δυνατότητα να εμποδίζει την εξαγορά αμερικανικών επιχειρήσεων από ξένες εταιρείες επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφαλείας, έχει επανειλημμένως εμποδίσει εξαγορές από κινεζικές εταιρείες. Τώρα, πολλοί Αμερικανοί πολιτικοί ζητούν διεύρυνση του φάσματος των συμφωνιών που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της. Η Ευρώπη καθυστέρησε κάπως να αντιδράσει. Κινητοποιήθηκε πέρυσι, όταν Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία ζήτησαν να θεσπιστεί πανευρωπαϊκός μηχανισμός για τον διεξοδικό έλεγχο των προτεινόμενων εξαγορών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από ξένες εταιρείες. Οι αντιδράσεις αντανακλούν εν μέρει τον πολιτικό προβληματισμό στο εσωτερικό των χωρών. Στο πλαίσιο επίσκεψής του στο Πεκίνο, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ δήλωσε τον Ιανουάριο πως το Παρίσι καλωσορίζει τις επενδύσεις της Κίνας, αλλά μόνον αφού τις έχει ερευνήσει διεξοδικά, για να διασφαλίσει ότι δεν θα «λεηλατηθούν» τα περιουσιακά στοιχεία της Γαλλίας. Τον Σεπτέμβριο, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ πρότεινε να θεσπιστεί πανευρωπαϊκό πλαίσιο για τον έλεγχο επενδύσεων ξένων εταιρειών. Πέρυσι, άλλωστε, η γερμανική Βουλή ψήφισε νόμο που επιβάλλει να διερευνώνται εξονυχιστικά οι ξένες επενδύσεις όταν φτάνουν στο 25% γερμανικής εταιρείας.
Ωστόσο, οι προσπάθειες εγκυμονούν τον κίνδυνο να εξαγριωθεί η Κίνα. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για τις κινεζικές επενδύσεις, ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις διστάζουν, καθώς θέλουν να διασφαλίσουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην κινεζική αγορά. Επικρατεί, άλλωστε, διχογνωμία στην Ευρώπη ως προς το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η άνοδος της Κίνας. Η Ιαπωνία έχει επιβάλει πολύ πιο αυστηρούς ελέγχους, επικαλούμενη λόγους ασφαλείας, ενώ η Βρετανία διεύρυνε τις σχετικές εξουσίες της κυβέρνησης.
Πρόταση Γιούνκερ
Η Ελλάδα, η Ουγγαρία και κάποιες άλλες φτωχότερες χώρες της Νότιας και της Κεντρικής Ευρώπης που επωφελήθηκαν από τις δαπάνες της Κίνας στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης έχουν εναντιωθεί στην επιβολή αυστηρότερων ελέγχων, προκειμένου να μην αποθαρρύνουν τις κινεζικές επενδύσεις. Γι’ αυτό και καθίσταται δυσχερής η υλοποίηση της πρότασης Γιούνκερ για τη θέσπιση μηχανισμού που θα ελέγχει τις εξαγορές από ξένες επιχειρήσεις. Εξάλλου, δεν είναι βέβαιον ότι η πρόταση Γιούνκερ θα μπορέσει να σταματήσει τις νέες στρατηγικές που μπορεί να αναπτύξουν οι Κινέζοι για να αποκτήσουν μερίδια σε στρατηγικής σημασίας περιουσιακά στοιχεία.