Ανάκληση της διαθήκης ορίζεται ως η μερική ή ολική άρση του κύρους μίας ήδη έγκυρης διαθήκης. Προκειμένου να είναι έγκυρη θα πρέπει να διεξαχθεί αυτοπροσώπως από το διαθέτη, ο οποίος φέρει την ικανότητα για ανάκληση, να διεξαχθεί ελλείψει πλάνης, απάτης ή απειλής και να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη.
Η διαθήκη μπορεί να ανακληθεί από τον διαθέτη:
α. Με σχετική δήλωση σε μεταγενέστερη διαθήκη.
β. Με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων.
Ειδικότερα για την ιδιόγραφη διαθήκη, αυτή μπορεί να ανακληθεί αν ο διαθέτης καταστρέψει το έγγραφό της ή πραγματοποιήσει σε αυτό μεταβολές που δείχνουν βούληση για ανάκλησή της.
Στη μυστική διαθήκη θεωρείται ότι ανακλήθηκε αν ο διαθέτης αναλάβει από το συμβολαιογράφο το σφραγισμένο έγγραφο – διαθήκη που είχε καταθέσει σε αυτόν, ενώ στην ιδιόγραφη διαθήκη αντίστοιχη ανάληψη της διαθήκης από το συμβολαιογράφο δεν θεωρείται ανάκλησή της.
Περαίτερω δικαίωμα του διαθέτη αποτελεί και η ανάκληση της ανάκλησης της διαθήκης, με αποτέλεσμα να κατισχύει το περιεχόμενο της προγενέστερης διαθήκης έναντι αυτού της μεταγενέστερης, αν αυτά κρίνονται αντιφατικά.