Τα πρώτα δείγματα ανάκαμψης των αξιών σημείωσε, κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του 2017, η ελληνική αγορά κατοικίας, με αποτέλεσμα να αρχίσει πλέον να αναρριχάται εκ νέου στην παγκόσμια κατάταξη χωρών. Σύμφωνα με τον ετήσιο δείκτη τιμών που επιμελείται η Global Property Guide, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον στην 39η θέση επί συνόλου 45 χωρών, ενώ στο απόγειο της κρίσης είχε βρεθεί ακόμα και στην τελευταία θέση. Κατά τους τελευταίους τρεις μήνες του προηγούμενου έτους, οι αξίες των οικιστικών ακινήτων υποχώρησαν κατά μόλις 0,3% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016, όταν μάλιστα η κάμψη είχε αγγίξει το 1%. Ακόμα πιο ενθαρρυντικό στοιχείο για τις προοπτικές ανάκαμψης της αγοράς είναι το ότι, σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2017, οι τιμές ενισχύθηκαν κατά 0,2%, για πρώτη φορά από το 2008.
Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα ξεπέρασε πλέον αγορές όπως εκείνη της Ελβετίας, όπου οι τιμές κατά την εξεταζόμενη περίοδο υποχώρησαν κατά 1% σε ετήσια βάση. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τη μεγαλύτερη αύξηση κατέγραψαν οι αξίες των κατοικιών στην Ισλανδία με 15%, ενώ τη χειρότερη εικόνα εμφάνισε η αγορά κατοικίας του Κατάρ, όπου οι αξίες υποχώρησαν κατά 10%.
Ανάλογο συμπέρασμα καταγράφεται και σε αντίστοιχη έρευνα για την παγκόσμια αγορά κατοικίας, την οποία πραγματοποίησε η Knight Frank, εταιρεία παροχής υπηρεσιών ακινήτων. Σε αυτήν, η Ελλάδα βρέθηκε στην 51η θέση επί συνόλου 59 χωρών, υπερσκελίζοντας χώρες όπως η Ιταλία, η Πολωνία, η Φινλανδία και η Ρωσία. Μάλιστα, σύμφωνα με τους αναλυτές της Knight Frank, οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς κατοικίας είναι πλέον ανοδικές, κάτι που πιστοποιείται και σε επίπεδο τριμηνιαίας σύγκρισης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2017, οι αξίες αυξήθηκαν κατά 0,5% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του ίδιου έτους, κάτι που δεν έχει καταγραφεί στην εγχώρια αγορά τα τελευταία δέκα χρόνια.
Είναι λοιπόν προφανές ότι τα στοιχεία αυτά έρχονται να επιβεβαιώσουν τις εκτιμήσεις ότι το 2018 θα σηματοδοτήσει την ολοκλήρωση του καθοδικού κύκλου των τιμών των κατοικιών, που έχουν καταγράψει συνολική πτώση της τάξεως του 42% από το 2008 μέχρι και το 2017. Από την αρχή της κρίσης, τη μεγαλύτερη πτώση έχουν καταγράψει οι τιμές των κατοικιών στη Θεσσαλονίκη με 46,3%, ενώ ακολουθεί η Αθήνα με 44,2%. Τη μικρότερη κάμψη αξιών έχουν σημειώσει οι περιοχές υψηλού τουριστικού ενδιαφέροντος με 38%.
Στην ετήσια έκθεσή της, η Τράπεζα της Ελλάδος ανέφερε ότι κατά το τρέχον έτος αναμένεται σταθεροποίηση των αξιών των κατοικιών, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης του οικονομικού κλίματος και των προσδοκιών της επιστροφής της οικονομίας σε θετικούς, αν και χαμηλούς, ρυθμούς ανάπτυξης και της ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης. Ανάλογη εικόνα βέβαια είχε αρχίσει να διαμορφώνεται και στο τέλος του 2014, με τις τότε εκτιμήσεις να αναφέρουν ότι η σταθεροποίηση της αγοράς ακινήτων ήταν πιθανή ήδη από το 2015. Η ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό και η κρίση που ακολούθησε ανέτρεψαν τις εν λόγω προβλέψεις, κάτι όμως που επί του παρόντος δεν φαντάζει ορατό ενδεχόμενο. Παράλληλα, η ΤτΕ έσπευσε να υπογραμμίσει ότι τα διαχρονικά ζητήματα, που αφορούν μεταξύ άλλων τον εξορθολογισμό της φορολόγησης των ακινήτων, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδοτήσεων, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας, αλλά και τη δυνατότητα πρόσβασης σε δημόσια δεδομένα (π.χ. αριθμός αγοραπωλησιών), παραμένουν πάντοτε επίκαιρα και η επίλυσή τους είναι πρωταρχικής σημασίας για την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων.