Το παιχνίδι για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και τη μεταμνημονιακή εποπτεία άρχισε ήδη να παίζεται σκληρά στο δίπολο Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ΔΝΤ, με την πρώτη να βγάζει τα μαχαίρια κατά του δεύτερου το προηγούμενο δεκαπενθήμερο, χαϊδεύοντας ταυτόχρονα τα αυτιά της κυβέρνησης. Ωστόσο, η έκβαση του παιχνιδιού θα κριθεί το επόμενο διάστημα από τη στάση ακόμη δύο ευρωπαϊκών παικτών: του Eurogroup, που τελούσε έως τώρα εν αναμονή της νέας γερμανικής κυβέρνησης, και της ΕΚΤ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέβασε τους τόνους κατά του ΔΝΤ τις προηγούμενες ημέρες, μεταδίδοντας, μέσω πηγών της, ότι οι υπολογισμοί του έχουν αποδειχθεί λανθασμένοι κατ’ επανάληψιν και πρέπει να τους αναπροσαρμόσει σε ρεαλιστική βάση. Ετσι, κατά την άποψη της Κομισιόν, δεν θα χρειαστεί η μείωση του αφορολογήτου από 1/1/2019, όπως υποστηρίζει το Ταμείο. Επίσης, πηγές της, την περασμένη εβδομάδα, τάχθηκαν κατά της προληπτικής γραμμή πίστωσης, με επιχειρήματα όπως ότι μπορεί να προκαλέσει πολιτική αναταραχή και άρα να λειτουργήσει κατά της φθηνής χρηματοδότησης της χώρας από τις αγορές.
Οι τοποθετήσεις αυτές ικανοποίησαν την κυβέρνηση, που θεώρησε ότι ενισχύεται το αφήγημα της καθαρής εξόδου και θριαμβολόγησε μέσω non paper, εκτοξεύοντας επί της ευκαιρία και ακόμη μία βολή κατά του κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την ελάφρυνση του χρέους, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι μια απομάκρυνση του Ταμείου από το πρόγραμμα, θα αποτελέσει νίκη για την Ελλάδα. Πηγές της αγοράς εκφράζουν φόβους ότι, χωρίς την πίεση του ΔΝΤ, η Ευρώπη θα θελήσει απλώς να μεταθέσει το πρόβλημα του χρέους για αργότερα («extend and pretend», σύμφωνα με την προσφιλή φράση του Γιάνη Βαρουφάκη), ρισκάροντας μια άνοδο του κόστους δανεισμού της Ελλάδας από τις αγορές. Αυτή την ανησυχία εξέφρασε άλλωστε και η μελέτη του Κέντρου Ερευνών Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEPR) την περασμένη εβδομάδα.
Ενα ενδεχόμενο «όχι» του ΔΝΤ στη βιωσιμότητα του χρέους, εξάλλου, θα έφερνε σε δύσκολη θέση και την ΕΚΤ. Η στάση της τελευταίας αναμένεται με ενδιαφέρον, καθώς το τεχνοκρατικό στοιχείο βαραίνει καθοριστικά στις αποφάσεις της, όπως και σ’ αυτές του ΔΝΤ.
Η συνεδρίαση του Eurogroup στη Σόφια στις 27 Απριλίου αναμένεται κρίσιμη, καθώς τότε έχει οριστεί να γίνει η πρώτη συζήτηση για το χρέος, ενώ θα έχει προηγηθεί διαπραγμάτευση με το ΔΝΤ στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του, στις 17-22 Απριλίου.
Πηγή με γνώση των διαπραγματεύσεων για το χρέος επισημαίνει ότι η Γερμανία δεν είναι πια αυτή που ήταν επί υπουργίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ενώ και το ΔΝΤ έχει γίνει πιο διαλλακτικό, καθώς θέλει να διατηρήσει την παρουσία του στην Ευρώπη, για πολιτικούς λόγους. Ετσι, η πηγή πιθανολογεί ότι θα επέλθει στο τέλος κάποιος συμβιβασμός.
Ωστόσο, ο συμβιβασμός αυτός ενδέχεται να επιτευχθεί στο χειρότερο σημείο για την Ελλάδα, αν η ευρωπαϊκή απροθυμία για γενναιόδωρη ελάφρυνση χρέους αντισταθμιστεί με νέα δημοσιονομικά μέτρα, όπως η πρόωρη εφαρμογή του αφορολογήτου.
Το σίγουρο είναι ότι η γερμανική κυβέρνηση θα συναντηθεί με το ΔΝΤ στην πίεση για συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και μη αναστρεψιμότητα όσων έχουν γίνει.|
Τέσσερα σενάρια για το ελληνικό χρέος
Τα σενάρια για το χρέος γράφονται ήδη στα γραφεία των τεχνοκρατών, αλλά χωρίς αριθμούς, εν αναμονή των πολιτικών αποφάσεων, αναφέρει πηγή με γνώση των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, τα βασικά χαρακτηριστικά των σεναρίων είναι τα εξής:
1. Η σύνδεση της ελάφρυνσης του χρέους με το ΑΕΠ, σε δύο παραλλαγές. H πρώτη είναι η γαλλική και προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι κριτήριο για την επέκταση της ωρίμανσης των ομολόγων. Η δεύτερη είναι του ESM και ορίζει τις πληρωμές χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Εκτιμάται ότι στο τέλος θα γίνει ένας συνδυασμός των δύο, με τρόπο ώστε να ικανοποιεί το ΔΝΤ και να του επιτρέψει να επιστρέψει στο ελληνικό πρόγραμμα.
2. Επεκτάσεις ωριμάνσεων ώς 15 ετών. Ως το 2022, αναφέρουν οι πηγές, οι πληρωμές θα είναι ελάχιστες. Ουσιαστικά θα πληρώνονται μόνο τόκοι. Μετά το 2022, οι πληρωμές θα αρχίσουν να αυξάνονται.
3. Πιθανή εξαγορά των οφειλών στο ΔΝΤ, περίπου 9 δισ. ευρώ.
4. Επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν η ΕΚΤ και οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες (SMP και ANFA), αλλά σταδιακά και υπό τον όρο της επίτευξης των συμφωνημένων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ, καθώς και της μη αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη συμφωνηθεί.
Πρόκειται για ποσό περίπου 4 δισ. ευρώ, για το οποίο η ελληνική κυβέρνηση θα δεσμευθεί ότι θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για επενδύσεις.
Ενδεικτικά, ο νέος Γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς είπε την περασμένη εβδομάδα, σε συνέντευξή του, ότι η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα εξαρτηθεί από τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής πολιτικής.