Πριν από λίγο καιρό, η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι παραδέχθηκε για πρώτη φορά δημοσίως ότι δεν θα ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα της χώρας της κατά τη διαδικασία εξόδου της από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Βrexit). Κι αυτό γίνεται σαφές και σε ένα τελευταίο προσχέδιο της Κομισιόν, το οποίο αφορά την πρόσβαση των χρηματοπιστωτικών, επενδυτικών και ασφαλιστικών ιδρυμάτων της Βρετανίας στην ενιαία αγορά μετά το Brexit. Το κείμενο έγινε γνωστό στο Bloomberg. Σύμφωνα με αυτό, οι Βρυξέλλες θα απαιτήσουν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Βρετανίας να υπόκεινται σε κανόνες ανάλογους με εκείνους που ισχύουν για τα αντίστοιχα ιδρύματα στην Ε.Ε.
Αυτή η προσφορά των Βρυξελλών απέχει πολύ από όσα ζητεί το Λονδίνο, ενώ ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Χάμοντ έκανε λόγο για «ευμετάβλητη διευθέτηση». Επισήμανε, μάλιστα, ότι η Ε.Ε. μπορεί μονομερώς, ανά πάσα στιγμή, ειδοποιώντας λίγο καιρό πριν τις βρετανικές τράπεζες, να παύσει την πρόσβασή τους στην ενιαία αγορά, αν δεν πληρούν τους όρους της και δεν είναι «ισοδύναμες» με τις ευρωπαϊκές. Η γλώσσα που έχει χρησιμοποιηθεί στο προσχέδιο για τα «ισοδύναμα ιδρύματα» είναι εσκεμμένα γενικόλογη, όπως διευκρίνισε κορυφαίος Ευρωπαίος αξιωματούχος. Κύκλοι του Σίτι του Λονδίνου, πάντως, αντέδρασαν έντονα στις τελευταίες προτάσεις της Κομισιόν, υποστηρίζοντας ότι ενδιαφέρονται για ένα σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης. Σε αυτό επιθυμούν να υπάρχουν κανόνες μακράς διαρκείας και να μην υπόκεινται σε μονομερή κατάργηση. Σημειωτέον ότι μέχρι πρότινος ο Ντόναλντ Τουσκ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, και ο διαπραγματευτής της Ε.Ε. για το Βrexit Μισέλ Μπαρνιέ δήλωναν ότι ο συγκεκριμένος κλάδος δεν θα συμπεριληφθεί στη διμερή εμπορική συμφωνία.
Εν τω μεταξύ, καθεστώς ισοδυναμίας ισχύει για τις αμερικανικές τράπεζες με δραστηριότητες στις χώρες της Ε.Ε. Ωστόσο, ενόψει και των αλλαγών με την έξοδο της Βρετανίας, οι Βρυξέλλες επιδιώκουν να καταστήσουν αυστηρότερο το καθεστώς της ισοδυναμίας. Ορισμένα κράτη-μέλη της Ε.Ε. επιθυμούν να υπάρξει μια καλή συμφωνία με τη Βρετανία στον χρηματοπιστωτικό κλάδο και άλλα όχι. Αυτό φαίνεται στη γενικόλογη διατύπωση της πρότασης.
Πάντως, όπως επισημαίνει σε άρθρο του το Bloomberg, το ότι σημειώνεται πρόοδος στις διμερείς διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία μετάβασης της Βρετανίας σε μια νέα πραγματικότητα δεν σημαίνει ότι τα σχέδια των επιχειρηματικών ομίλων για «μετανάστευση» αλλάζουν. Ηδη πολλές εταιρείες καταρτίζουν σχέδια μετεγκατάστασης των κεντρικών τους γραφείων ή επιμέρους δραστηριοτήτων τους από τη βρετανική πρωτεύουσα σε άλλες μεγαλουπόλεις της ηπειρωτικής Ευρώπης. Σχεδόν μία στις επτά επιχειρήσεις της Ε.Ε., οι οποίες έχουν Βρετανούς προμηθευτές, έχει μεταφέρει δραστηριότητές της εκτός Ηνωμένου Βασιλείου. Σχεδόν ένα τρίτο των βρετανικών επιχειρήσεων με προμηθευτές σε χώρες της Ε.Ε. έχει αυξήσει τις τιμές των προϊόντων του εξαιτίας του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος του Ιουνίου του 2016 για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ε.Ε.
Οπως προβλέπεται από τη συμφωνία μετάβασης, το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξακολουθήσει να λειτουργεί βάσει των ευρωπαϊκών κανόνων έως την εκπνοή του 2020, ώστε να δοθεί χρονικό περιθώριο σε κυβέρνηση και εταιρείες να προετοιμαστούν. Eν κατακλείδι, σχεδόν το 25% των βρετανικών εταιρειών φέρεται έτοιμο να μειώσει το προσωπικό του, ώστε να αντισταθμίσει τις δαπάνες για την αποχώρηση από την Ε.Ε.