Η ιστορία της Αδριανούπολης – Οι Γότθοι – Οι συγκρούσεις μεταξύ Ρωμαίων και Γότθων – Η μάχη της Αδριανούπολης (9/8/378) και η πανωλεθρία των Ρωμαίων
Η Αδριανούπολη, βρίσκεται τον τελευταίο καιρό στην επικαιρότητα, καθώς σε φυλακές υψίστης ασφαλείας της πόλης, κρατούνται από τις αρχές του Μαρτίου δυο Έλληνες στρατιωτικοί. Ο Άγγελος Μητρετώδης και ο Δημήτρης Κούκλατζης. Ευχόμαστε και ελπίζουμε και εμείς από την πλευρά μας πολύ σύντομα να έχει έκβαση η περιπέτεια των δύο παλικαριών.
Βέβαια, η Αδριανούπολη έχει ιστορία πολλών αιώνων.
Έχει ταυτιστεί με ένα αρχαίο πόλισμα, τους Γονείς, γνωστότερο με τη θρακική ονομασία Ουσκουδάμα, που είχε χτιστεί από τους Οδρύσες, των οποίων υπήρξε πιθανότατα κοιτίδα και πρωτεύουσα.
Από το 73 π.Χ., η περιοχή της Αδριανούπολης, πέρασε στα χέρια των Ρωμαίων. Ο αυτοκράτορας Αδριανός την εξωράισε (127 μ.Χ.) και της έδωσε το όνομά του.
Η επίκαιρη θέση της, στον δρόμο που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με την Κεντρική Ευρώπη, υπήρξε ο βασικός λόγος για την ανάπτυξη της από τα χρόνια του Διοκλητιανού (284 – 305). Η πόλη παρουσίαζε και μεγάλη στρατιωτική σημασία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να γίνουν εκεί από τα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως τους τελευταίους αιώνες σημαντικές και πολύνεκρες μάχες, με πρώτη αυτή ανάμεσα στον Λικίνιο και τον Μαξιμίνο (312 μ.Χ.).
Η πόλη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1361. Τον 19ο αιώνα, υπήρξε εκεί σημαντικός ελληνικός πληθυσμός.
Το 1913, πέρασε για λίγο στα χέρια των Βουλγάρων (30/5/1913). Στις 29/9/1913, επιστράφηκε στους Τούρκους. Το καλοκαίρι του 1920, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την πόλη, αλλά αναγκάσθηκε να την εγκαταλείψει το φθινόπωρο του 1922 (στο πλαίσιο της εκούσιας παράδοσης από την Ελλάδα στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης, όπως γράψαμε και σε σχετικό άρθρο στο protothema. gr στις 8/10/2017). Οι Έλληνες της πόλης, περίπου 30.000, εγκαταστάθηκαν στην πλειοψηφία τους στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία.
Η Αδριανούπολη (τουρκικά Edirne), που απέχει 5 χλμ από τα ελληνοτουρκικά σύνορα, έχει σήμερα πληθυσμό 170.000 κατοίκους περίπου.
Οι Γότθοι
Η ιστορία των Γότθων είναι στενά συνδεδεμένη με την έννοια της μετανάστευσης. Ξεκινά από την Σκανδιναβία ,μετατοπίζεται στη Βαλτική και καταλήγει στη Μαύρη Θάλασσα.
Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, ονομάζουν τους Γότθους Σκύθες. Ο πρώτος που αναφέρει τους Σκύθες, ήταν ο Ηρόδοτος. Γράφει ότι οι Σκύθες ήταν βαρβαρικός λαός που ζούσε βόρεια από τη Μαύρη Θάλασσα, στη σημερινή Ουκρανία. Ζούσαν πάνω στα άλογά τους, έτρωγαν ωμό κρέας, ντύνονταν περίεργα και είχαν ιδιόρρυθμες συνήθειες.
Στους Έλληνες συγγραφείς του 3ου, 4ου και 5ου μ.Χ. αιώνα, οι Γότθοι όπως αναφέραμε, ονομάζονται Σκύθες.
Η πρώτη επιδρομή Γότθων εναντίον της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγινε το 238, όταν επιτέθηκαν στην Ιστρία (χερσόνησος της Αδριατικής) και τη λεηλάτησαν.
Αποχώρησαν δε, μόνο όταν πήραν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.
Για τις μετακινήσεις των Γότθων, υπάρχει μια και μοναδική πηγή. Πρόκειται για το βιβλίο “Getica” του Ιορδάνη, που γράφτηκε τον 6ο αιώνα.
Το έργο αυτό, τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1515 από τον ουμανιστή Conrad Peutinger. Ο Ιορδάνης ήταν γιος του Alanoviamuth και εγγονός του Paria, που υπήρξε γραμματέας του βάρβαρου φύλαρχου Candac. Ο Ιορδάνης, που έγραψε ένα ακόμα έργο, το «Romana», πριν γίνει χριστιανός, ήταν γραμματέας του βάρβαρου φυλάρχου Gunthigis.
Τα γεγονότα από το 376 ως το 378
Βασικές πηγές για τα γεγονότα από το 376 ως το 378, οπότε έγινε η μάχη της Αδριανούπολης, είναι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (κυρίως) και οι Ευνάπιος και Ζώσιμος.
Η αφήγηση του Αμμιανού, ξεκινά με την εμφάνιση των Ούννων, που συνέτριψαν τους Αλανούς και εισέβαλαν στο βασίλειο των Grenthungi του Ερμανάριχου αναγκάζοντας πολλούς Γότθους πρόσφυγες να καταφθάσουν στον Δούναβη.
Από το 364, αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, ήταν ο Ουάλης (Valens ή Βάλης ή Βαλέντιος )που ανέβηκε στον θρόνο ως συμβασιλέας του αδελφού του Ουαλεντινιανού Α’ (ή Βαλεντινιανού Α’). Ο Ουάλης ήταν σαφέστατα, λιγότερο ικανός από τον αδερφό του.
Στις αρχές του 376, μεγάλες μάζες βαρβάρων κατέλαβαν τη βόρεια όχθη του Δούναβη και ζήτησαν να μπουν στην αυτοκρατορία. Η είσοδός τους θα ήταν ειρηνική και ως αντάλλαγμα, θα πρόσφεραν πολεμιστές στον ρωμαϊκό στρατό. Αρχηγοί τους ήταν ο Αλάβιβος, ο οποίος διαπραγματευόταν με τους Ρωμαίους και ο Φριτίγερνος, ο οποίος φαίνεται ότι είχε μεγαλύτερη ισχύ.
Το αίτημά τους, έγινε αποδεκτό από τον Ουάλη, ο οποίος εκείνη την εποχή ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Περσία και χρειαζόταν τους Γότθους στρατιώτες.
Όμως οι Γότθοι που πέρασαν τον Δούναβη, με τελικό προορισμό τη Θράκη όπου θα τους δίνονταν καλλιεργήσιμες γαίες, ήταν πάρα πολλοί. 200 χιλιάδες γράφει ο Ευνάπιος, ενώ ο Αμμιανός γράφει ότι ήταν αδύνατο να καταμετρηθούν οι “μάζες” αυτές, καθώς θα ήταν εξίσου μάταιο με την απόπειρα καταμέτρησης «των κόκκων της άμμου που μετατοπίζει το φύσημα του ζέφυρου στη Λιβυκή έρημο».
Επικεφαλής των αξιωματικών που επέβλεπαν την είσοδο των Γότθων στην αυτοκρατορία, ήταν ο “comes rei militaris” της Θράκης Λουπικίνος και ο Μάξιμος, dux της Μοισίας ή της Σκυθίας.
Το χειρότερο απ’ όλα, ήταν ότι ελάχιστοι Γότθοι αφοπλίστηκαν. Ήταν συνηθισμένη τακτική ο αφοπλισμός των βαρβάρων και ο επανεξοπλισμός τους, όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Ταυτόχρονα με την είσοδο των Γότθων στην αυτοκρατορία, οι Οστρογότθοι έφτασαν στον Δούναβη ζητώντας να μπουν κι αυτοί στην επικράτειά της.
Το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, ωστόσο καθώς οι περίπολοι του Δούναβη δεν μπορούσαν να ελέγξουν όλα τα περάσματα του ποταμού, οι Οστρογότθοι πέτυχαν να εγκατασταθούν κι αυτοί σε εδάφη της αυτοκρατορίας.
Ο Λουπικίνος στο μεταξύ, προσκάλεσε τον Φριτίγερνο και τον Αλάβιβο στη Μαρκιανόπολη ως επίσημους καλεσμένους του. Οι Γότθοι αρχηγοί, εγκαταστάθηκαν στην πόλη μαζί με τη μικρή ακολουθία τους. Ο Λουπικίνος τοποθέτησε την κύρια ακολουθία τους έξω από την πόλη και εγκατέστησε δικούς του στρατιώτες ανάμεσα στους Γότθους και τα τείχη της πόλης.
Σύντομα ξέσπασε διαμάχη ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Γότθους, γιατί οι Ρωμαίοι δεν επέτρεπαν στους Γότθους να αγοράζουν εφόδια από την Μαρκιανόπολη. Και γενικότερα, ο Λουπικίνος και ο Μάξιμος, ζητούσαν εξωφρενικά ποσά από τα πεινασμένα πλήθη των Γότθων, για την αγορά τροφίμων. Πολλοί Γότθοι, αναγκάστηκαν να πουλήσουν τα παιδιά τους σαν δούλους για να μπορέσουν να επιβιώσουν, ενώ άλλοι έκαναν ληστρικές επιδρομές στις περιοχές απ’ όπου περνούσαν.
Στο μεταξύ, στη Μαρκιανόπολη ξέσπασαν συγκρούσεις, στη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν κάποιοι Ρωμαίοι στρατιώτες. Όταν ο Λουπικίνος το έμαθε, διέταξε να εκτελεστούν οι σωματοφύλακες των Γότθων αρχηγών.
Οι Γότθοι όμως που βρίσκονταν έξω από την πόλη, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν, μόλις έμαθαν τις δολοφονίες των ομοφύλων τους. Ο Φριτίγερνος κατάφερε να βγει από την πόλη. Για τον Αλάβιβο οι πληροφορίες είναι μπερδεμένες. Διέφυγε; Κρατήθηκε ως όμηρος από τους Ρωμαίους; Σκοτώθηκε; Τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Ο Λουπικίνος άρχισε να καταδιώκει τον Φριτίγερνο και τους οπαδούς του. Σε απόσταση 14 χιλιομέτρων από την Μαρκιανόπολη, Ρωμαίοι και Γότθοι συγκρούστηκαν. Πολλοί Ρωμαίοι σκοτώθηκαν και ο Λουπικίνος μόλις που πρόλαβε να επιστρέψει στη Μαρκιανόπολη και να κλειστεί σ’ αυτή. Ο Φριτίγερνος και οι στρατιώτες του, πήραν τα όπλα των νεκρών Ρωμαίων και άρχισαν να λεηλατούν τις γύρω περιοχές φτάνοντας ως την Αδριανούπολη.
Την ίδια εποχή, στην Αδριανούπολη βρίσκονταν δύο Γότθοι αρχηγοί, ο Sueridus και ο Colia, με τους άνδρες τους.
Αυτοί υπηρετούσαν τον αυτοκράτορα Ουάλη. Πήραν διαταγή να κινηθούν προς την Περσία, όπου όπως είπαμε είχε εκστρατεύσει ο Ουάλης. Εύλογο ήταν να ζητήσουν διήμερη προθεσμία για να προετοιμαστούν και χρηματική ενίσχυση. Η ανώτατη αρχή (curia) της πόλης έκανε δυο τραγικά λάθη. Δεν δέχτηκε τα αιτήματα των Γότθων και εξόπλισε τον όχλο εναντίον τους . Οι Γότθοι εξαγριώθηκαν. Αφού επιτέθηκαν στους κατοίκους της Αδριανούπολης, βγήκαν έξω από τα τείχη της και ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Φριτίγερνου, προκαλώντας τρόμο και πανικό στα χωριά γύρω από την πόλη. Σύντομα, μαζί τους ενώθηκαν και μεταλλωρύχοι, με αποτέλεσμα η γοτθική επιδρομή να λάβει τη μορφή κοινωνικής επανάστασης ενάντια στην εξουσία. Ο Ουάλης, συνειδητοποίησε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα. Αφού υπέγραψε μια συνθήκη ειρήνης με τους Πέρσες, έστειλε στη Θράκη τους στρατηγούς Προφουτούρο και Τραϊανό εναντίον των Γότθων. Το ίδιο έκανε κι από τη Δύση ο ανιψιός του Ουάλη Γρατιανός, που έστειλε τους στρατηγούς του Frigiderοus και Ριχίμερο στην Ανατολή.
Ο Frigiderous αρρώστησε και επέστρεψε προσωρινά στη Δύση. Έτσι, το καλοκαίρι του 377 οι Ρωμαίοι με επικεφαλής τον Ριχίμερο, συγκρούστηκαν στην τοποθεσία Ad Salices με τους Γότθους, που ήταν πολύ περισσότεροι απ’ αυτούς. Ο Ριχίμερος σκοτώθηκε και οι Ρωμαίοι έχοντας μεγάλες απώλειες, επέστρεψαν στη Μαρκιανόπολη.
Αλλά και οι Γότθοι, από τις συνεχείς συγκρούσεις, είχαν υποστεί μεγάλη φθορά. Πολλοί, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά για να περάσουν τον χειμώνα του 377-378. Ο Γρατιανός ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον τους, όταν ξαφνικά οι Αλαμανοί, ένα άλλο βαρβαρικό φύλο, πέρασαν τον Ρήνο. Τελικά οι Ρωμαίοι νίκησαν τους Αλαμανούς στην Αργεντουαρία και ο Γρατιανός εξασφάλισε πλέον πάγια ειρήνη στο σύνορο του Ρήνου.
Παράλληλα, ο Ουάλης έστειλε εναντίον των Γότθων τον στρατό της Θράκης, με επικεφαλής τον magister eduitum Σατουρνίνο, ο οποίος μαζί με τον Τραϊανό, απέκλεισαν τα περάσματα στον Αίμο για να μην μπορούν οι Γότθοι να προμηθευτούν τα απαραίτητα εφόδια. Πίστευαν ότι θα τους αποδυναμώσουν και θα τους οδηγήσουν σε λιμοκτονία. Το σχέδιό τους όμως απέτυχε, καθώς οι Γότθοι συμμάχησαν με Ούννους και Αλανούς και ξέφυγαν από τον αποκλεισμό. Άρχισαν να λεηλατούν ολόκληρες περιοχές της Θράκης προκαλώντας μεγάλα προβλήματα. Ο Ουάλης δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη και να αντιμετωπίσει ο ίδιος του Γότθους.
Η μάχη της Αδριανούπολης (Αύγουστος 378)
Ο Ουάλης επέστρεψε από το περσικό μέτωπο στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 378. Ο λαός του επιφύλαξε μάλλον εχθρική υποδοχή, αναγκάζοντάς τον να φύγει από την πρωτεύουσα και να εγκατασταθεί σε μία έπαυλη σε απόσταση από την Πόλη. Πρώτη του ενέργεια ήταν να ορίσει ως αρχηγό της στρατιάς του τον, μέχρι τότε, αήττητο κόμη Σεβαστιανό, ο οποίος κατάφερε σε λίγες μέρες να επιφέρει σημαντικές απώλειες στους Γότθους.
Ο Φριτίγερνος βλέποντας ότι ο λαός του κινδυνεύει να αφανιστεί, απηύθυνε έκκληση στους Γότθους να συγκεντρωθούν όλοι σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο. Πραγματικά, οι Γότθοι συναντήθηκαν όλοι σε μια πεδιάδα μεταξύ Ροδόπης και Αίμου και κατευθύνθηκαν προς την Αδριανούπολη όπου είχε το αρχηγείο του ο Σεβαστιανός.
Στις 11 Ιουνίου του 378, ο Ουάλης άφησε την Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές Αυγούστου, με 30.000-40.000 άνδρες κινήθηκε προς την Αδριανούπολη.
Έχοντας πάρει θάρρος από τις επιτυχίες του Σεβαστιανού και του Γρατιανού στη Δύση και ωθούμενος κι από τους αυλοκόλακες που τον είχαν πείσει ότι θα θριάμβευε επί των Γότθων, αποφάσισε να αντιμετωπίσει μόνος του τους βαρβάρους για να καρπωθεί αποκλειστικά αυτός τη δόξα και της νίκης.
Ο Ουάλης στρατοπέδευσε στα περίχωρα της Αδριανούπολης και αρνήθηκε την πρόταση του Φριτίγερνου για συμβιβασμό. Στο μεταξύ, έφτασε ο Ριχίμερος με την εμπροσθοφυλακή του δυτικού αυτοκρατορικού στρατού (7 Αυγούστου) και του μετέφερε την έκκληση του Γρατιανού που βρισκόταν στο Σίρμιο να μην κάνει καμία ενέργεια αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις και να τον περιμένει να φτάσει με ενισχύσεις.
Όμως η απόφαση του Ουάλη ήταν ειλημμένη. Στις 9 Αυγούστου του 378, έδωσε εντολή στον στρατό του, να εγκαταλείψει την Αδριανούπολη και να κινηθεί στο σημείο που είχαν στρατοπεδεύσει οι Γότθοι. Οι ανιχνευτές του τον είχαν ενημερώσει ότι οι δυνάμεις των αντιπάλων του είναι σχετικά μικρές, 10.000 άνδρες. Αυτό έκανε τον Ουάλη ακόμα πιο αισιόδοξο.
Οι Γότθοι ήταν ξεκούραστοι και έτοιμοι για μάχη. Αντίθετα, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα ήταν εξαντλημένα από το ανώμαλο έδαφος και την τρομερή ζέστη. Κουρασμένοι και διψασμένοι, οι στρατιώτες έφτασαν το μεσημέρι στην πεδιάδα όπου βρισκόταν οι Γότθοι. Ο Φριτίγερνος ακολουθούσε παρελκυστική τακτική, περιμένοντας το ιππικό των Οστρογότθων. Ο Ουάλης παρέταξε τον στρατό του με το ιππικό στα πλάγια και το κύριο μέρος του πεζικού στο κέντρο. Η μάχη ξεκίνησε από ένα τυχαίο περιστατικό.
Δύο μονάδες των scholae palatinae από το δεξί κέρας του αυτοκρατορικού στρατού εφόρμησαν εναντίον των Γότθων και συγκρούστηκαν μαζί τους.
Αυτή η ενέργεια διατάραξε την παράταξη των Ρωμαίων. Η άφιξη των Οστρογότθων επικεφαλής των οποίων ήταν ο Αλαθαίος και ο Σάφραξ επιδείνωσε την κατάσταση. Το αριστερό κέρας των Ρωμαίων αποκόπηκε και κατασφάχθηκε από τους Γότθους. Το απόγευμα, το ρωμαϊκό πεζικό πιεζόμενο από παντού αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Ήταν η αρχή της πανωλεθρίας των Ρωμαίων. Η αυτοκρατορική φρουρά και οι scholae palatinae κατασφάχθηκαν. Οι εφεδρικές δυνάμεις που αναζητήθηκαν για να μπουν στη μάχη, είχαν φύγει για να σωθούν. Τα 2/3 του ρωμαϊκού στρατού έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Μεταξύ αυτών και οι στρατηγοί Σεβαστιανός και Τραϊανός. Αντίθετα, οι στρατηγοί Βίκτωρ, Ριχίμερος και Σατουρνίνος έφυγαν από το πεδίο της μάχης. Η ασέληνη νύχτα ήταν αυτή που έδωσε τέλος στη σφαγή.
Κανείς δεν έμαθε τι πραγματικά έγινε με τον Ουάλη. Κάποιοι είπαν ότι χτυπήθηκε από βέλος και έπεσε νεκρός. Άλλοι ότι μεταφέρθηκε βαριά τραυματισμένος από τη σωματοφυλακή του σε κοντινή αγροικία, την οποία πυρπόλησαν οι Γότθοι καίγοντας ζωντανούς όσους βρίσκονταν σ’ αυτή.
Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ… Όλη η περιοχή γύρω από την πεδιάδα της Αδριανούπολης ήταν γεμάτη από νεκρούς και τραυματίες Ρωμαίους. Πολλούς μήνες αργότερα όταν πια “οι των οστών κολωνοί” λεύκαιναν την πεδιάδα, ο Λιβάνιος έστειλε στον Θεοδόσιο έναν επικήδειο στη μνήμη εκείνων που νικήθηκαν “ομού καύματι και δίψει και πυρί και σιδήρω μαχόμενοι”…