Ο πρόεδρος της Αλβανίας μιλώντας στο «Βήμα» δηλώνει ότι η στρατηγική επιλογή της χώρας του είναι η πλήρης ένταξη στην ΕΕ
Η Αθήνα και τα Τίρανα έχουν συμφωνήσει σε διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, δηλώνει στην αποκλειστική συνέντευξή του στο «Βήμα» ο πρόεδρος της Αλβανίας Ιλίρ Μέτα. Οπως σημειώνει, η νέα συμφωνία δεν μπορεί παρά να λαμβάνει υπ’ όψιν της την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2010 με την οποία κρίθηκε άκυρη η προηγούμενη Συμφωνία του 2009. Κατά τον κ. Μέτα, η διατήρηση της εμπολέμου καταστάσεως ήταν «μια πολιτική ανοησία» και χαιρετίζει την απόφαση της Αθήνας να την καταργήσει, ενώ αναφορικά με το Τσάμικο τονίζει ότι μπορεί οι δύο χώρες να έχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά μπορούν να το συζητούν με ανοιχτό μυαλό. Απορρίπτει τέλος τα περί «Μεγάλης Αλβανίας» και δηλώνει ότι η στρατηγική επιλογή της χώρας του είναι η πλήρης ένταξη στην ΕΕ.
Κύριε πρόεδρε, η Αλβανία στοχεύει να λάβει ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ ως τον προσεχή Ιούνιο. Είστε αισιόδοξος, ιδιαίτερα μετά τη δημοσίευση της Στρατηγικής της Κομισιόν για τα Δυτικά Βαλκάνια;
«Η μεγαλύτερη φιλοδοξία της Αλβανίας είναι η πλήρης ένταξη στην ΕΕ. Αυτό το στρατηγικό σχέδιο απολαύει πλήρους στήριξης από τους πολίτες, συμπεριλαμβανομένου όλου του πολιτικού φάσματος. Ολοι οι θεσμικοί και πολιτικοί δρώντες έχουν ομόφωνα υποστηρίξει το αίτημα για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων το συντομότερο δυνατόν. Δεν είναι μυστικό ή έκπληξη ότι αναμένουμε μια θετική απόφαση, πιθανόν κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής προεδρίας. Γνωρίζουμε ότι θα είναι η αρχή μιας πιο απαιτητικής διαδικασίας που θα μετασχηματίσει θεμελιωδώς τη χώρα. Η Στρατηγική της Κομισιόν, ακολουθούμενη από την περιοδεία του προέδρου Γιούνκερ στις 6 χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, αποτέλεσε ξεκάθαρη ένδειξη μιας ανανεωμένης δέσμευσης προς την περιοχή».
Παρά τις μεταρρυθμίσεις που ολοκληρώθηκαν, ο δρόμος προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είναι ακόμη καθαρός. Η διαφθορά επιμένει, οι μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη εκκρεμούν και πολλοί αναλυτές περιγράφουν την Αλβανία ως την «Κολομβία της Ευρώπης». Τι απαντάτε;
«Η Στρατηγική της Κομισιόν είναι πολύ ρεαλιστική όταν επισημαίνει ότι οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων βρίσκονται ακόμη μακριά από την πλήρη ένταξη. Βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη, μάχη εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της καλλιέργειας και διακίνησης ναρκωτικών, συνιστούν προκλήσεις-κλειδιά. Αναμφίβολα, πρέπει να κάνουμε περισσότερα, ιδιαίτερα στη μάχη εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος, που συνιστά σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και δεν μπορεί να περιοριστεί εντός συνόρων».
Ορισμένοι αναλυτές εκφράζουν ανησυχία ότι τα Τίρανα επιδιώκουν το όραμα της «Μεγάλης Αλβανίας». Προειδοποιούν ότι αυτό θα δημιουργήσει περισσότερη αστάθεια στα Βαλκάνια. Πρόσφατα ο πρωθυπουργός Εντι Ράμα αναρωτήθηκε γιατί η Αλβανία και το Κόσοβο δεν μπορούν μελλοντικά να έχουν έναν πρόεδρο. Ποια είναι η δική σας άποψη;
«Τα Τίρανα δεν έχουν ποτέ επιδιώξει και ούτε επιδιώκουν τον αστικό μύθο περί “Μεγάλης Αλβανίας”. Ως πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά και υπό τις προηγούμενες ιδιότητές μου, έχω πάντα καταστήσει σαφές ότι η Αλβανία είναι ένας αξιόπιστος και εποικοδομητικός εταίρος στην περιοχή. Μετά την πτώση της κομμουνιστικής δικτατορίας, τα πλέον φιλόδοξα στρατηγικά σχέδια της Αλβανίας ήταν η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, επενδύοντας κάθε πολιτικό, θεσμικό και ανθρώπινο κεφάλαιο σε αυτόν τον σκοπό. Η εξωτερική μας πολιτική εδράζεται στις αρχές της ειρήνης, της σταθερότητας, της ασφάλειας και των καλών γειτονικών σχέσεων. Αναφορικά με το Κόσοβο, θα έδινα έμφαση στο γεγονός ότι κατά την πρώτη δεκαετία της ανεξαρτησίας του έχει αποδείξει ότι δεν αποτελεί απειλή για την ειρήνη, την ασφάλεια ή τη σταθερότητα άλλης χώρας. Οι ανώτατες Αρχές του Κοσόβου έχουν ξεκινήσει διάλογο με τη Σερβία, με τη διαμεσολάβηση της ΕΕ και την υποστήριξη των ΗΠΑ, αποδεικνύοντας ότι μπορούν να είναι αξιόπιστοι εταίροι. Τα Τίρανα υποστηρίζουν αυτόν τον διάλογο με σκοπό την πλήρη ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών. Αναμφισβήτητα, η Αλβανία έχει κάθε λόγο να διατηρεί εξαιρετικές διμερείς σχέσεις με το Κόσοβο και προς αυτόν τον σκοπό κατευθύνονται οι προσπάθειές μας».
Τους τελευταίους μήνες, η Αθήνα και τα Τίρανα έχουν εμπλακεί σε έναν διευρυμένο διάλογο επίλυσης των διμερών διαφορών. Ενα από τα πιο ευαίσθητα ζητήματα είναι η Συμφωνία Θαλασσίων Ζωνών του 2009 που κρίθηκε αντισυνταγματική από το αλβανικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Πρόσφατα, ωστόσο, αρνηθήκατε να δώσετε εντολή στον υπουργό Εξωτερικών Μπουσάτι για διαπραγματεύσεις με τον έλληνα ομόλογό του. Γιατί;
«Πρώτον, έχω επισημάνει σε κάθε ευκαιρία το γεγονός ότι οι ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι στρατηγικής σημασίας. Πάντοτε ήθελα να δω ανοιχτό και ουσιαστικό διάλογο βασιζόμενο σε θετική αμοιβαία διάθεση να συζητήσουμε όλα τα θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Η ατζέντα αυτή περιλαμβάνει ζητήματα ορισμένα κληρονομημένα από το παρελθόν και άλλα από το παρόν, όλα όμως αφορούν στους λαούς μας. Καλωσορίζω το γεγονός ότι υπάρχει καλή πρόθεση να τα συζητήσουμε, με την ελπίδα να αντιμετωπιστούν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο. Δεύτερον, τόσο η Αλβανία όσο και η Ελλάδα ενδιαφέρονται να έχουν μια συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών. Είναι ζωτικής σημασίας να φθάσουμε σε μια συμφωνία νομικά άψογη, πρακτικά εφαρμόσιμη και τελικώς μη αναστρέψιμη. Οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν ότι ενώ είμαστε και εμείς μέρος της Σύμβασης του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, πρέπει να συμμορφωθούμε με εσωτερικές νομικές προβλέψεις που συνιστούν προϋπόθεση για τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2010 δεν αναφέρει μόνο για ποιους λόγους η παλιά συμφωνία είναι αντισυνταγματική. Περιγράφει επίσης έναν “οδικό χάρτη” που καθορίζει σαφώς τους θεσμούς, τα βήματα, τις διαδικασίες και τη μεθοδολογία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί αν και όταν υπάρξουν διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία. Ούτε εγώ, ως πρόεδρος της Δημοκρατίας, ούτε άλλος θεσμός μπορεί να δράσει εκτός αυτών των γραμμών. Αν κάποιο από αυτά τα στοιχεία αγνοούνταν ή μεταβαλλόταν, θα αποτελούσε παραβίαση του Συντάγματος. Μια νέα συμφωνία που δεν σέβεται αυτές τις “κόκκινες γραμμές” θα μπορούσε να παραπεμφθεί ξανά στο Συνταγματικό Δικαστήριο, διά του οποίου η απόφαση του 2010 αποτελεί μη αναστρέψιμη συνταγματική νομοθεσία. Τρίτον, η αλβανική πλευρά θα δεσμευθεί σε αυτόν τον διάλογο και θα προσέλθει στις διαπραγματεύσεις με αποφασιστικότητα ώστε να φθάσουμε σε μια νέα και οριστική συμφωνία οριοθέτησης».
Γιατί, κατά την άποψή σας, η Συμφωνία του 2009 ήταν εναντίον των αλβανικών συμφερόντων; Απαιτείται μια τελείως νέα συμφωνία ή θα αρκούσαν τροποποιήσεις στην προηγούμενη;
«Δεν πρόκειται για ζήτημα προσωπικής θεώρησης, ούτε για θέμα της κοινής γνώμης. Η Συμφωνία του 2009 υπόκειται στην απόφαση του αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου που πρέπει να γίνει σεβαστή ως έχει. Εκ των υστέρων, υπήρξαν δύο εναλλακτικές λύσεις που θα μπορούσαν να επιλέξουν οι χώρες μας ως μέσο οριοθέτησης. Μεταξύ αυτών των δύο επιλογών, η Αλβανία και η Ελλάδα επέλεξαν να επανεμπλακούν σε διμερείς διαπραγματεύσεις για μια νέα συμφωνία. Επιτρέψτε μου να σας θυμίζω ότι η Αλβανία έχει ήδη οριοθετήσει τη θαλάσσια ζώνη της με την Ιταλία. Ενδιαφέρεται εξίσου να πράξει το ίδιο με την Ελλάδα, κάτι το οποίο θα παράσχει τη δυνατότητα για μια τριμερή συμφωνία Ελλάδος – Αλβανίας – Ιταλίας, που εξακολουθεί να εκκρεμεί λόγω της έλλειψης διμερούς συμφωνίας με την Ελλάδα».
Αλλο ένα κρίσιμο διμερές ζήτημα είναι το αίτημα των Τιράνων για την κατάργηση της εμπολέμου καταστάσεως. Θεωρείτε την κατάργηση ένα σημαντικό βήμα;
«Ο ελληνικός νόμος περί εμπολέμου με την Αλβανία συνιστά μια πολιτική ανοησία και η κατάργησή του έπρεπε να έχει εδώ και καιρό γίνει. Αποτελεί ανεξήγητο παράδοξο πώς δύο χώρες, που είναι μέρη ενός νομικά δεσμευτικού Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, μπορούν παράλληλα να βρίσκονται υπό το νομικό, μονομερές καθεστώς εμπολέμου καταστάσεως από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπάρχει και ένα δεύτερο παράδοξο. Τη στιγμή που η Ελλάδα έχει αποτύχει να καταργήσει αυτόν τον παράλογο νόμο, ο οποίος επηρεάζει αθώους αλβανούς πολίτες που ακόμη δεν μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους στην Ελλάδα, υπερασπίζεται τα δικαιώματα ιδιοκτησίας αλβανών πολιτών ελληνικής καταγωγής στην Αλβανία. Η κατάργηση του νόμου δεν είναι απλώς κάτι που διευκολύνει τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα ενός αριθμού αλβανών πολιτών, αλλά θα βελτιώσει σίγουρα το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητη για να προχωρήσουμε σε άλλα σημαντικά ζητήματα».
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας ή και περισσότερο, τα Τίρανα και η Αγκυρα ανέπτυξαν στενή συνεργασία. Φαίνεται όμως ότι έχουν εμφανιστεί τριβές μεταξύ των δύο πλευρών μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, καθώς η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε το κλείσιμο των σχολείων του δικτύου Γκιουλέν. Πώς βλέπετε σήμερα την επιρροή της Τουρκίας στη χώρα σας;
«Η Τουρκία είναι ένας από τους στρατηγικούς μας εταίρους και οι σχέσεις μας συνεχίζουν να αναπτύσσονται σε στέρεα θεμέλια αμοιβαίας κατανόησης και στενής συνεργασίας. Η Τουρκία αποτελεί πολύ σημαντικό εμπορικό και επενδυτικό εταίρο στην Αλβανία, με αυξανόμενη παρουσία. Εχουμε κατηγορηματικά καταδικάσει την απόπειρα πραξικοπήματος και εκφράσει την πλήρη στήριξή μας στον πρόεδρο Ερντογάν, στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και στη συνταγματική τάξη στην Τουρκία».
Στην αυγή του 21ου αιώνα, εξέχουσες προσωπικότητες στην Ελλάδα και στην Αλβανία, όπως εσείς κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας σας, υποστηρίξατε ένα όραμα οικοδόμησης μιας σχέσης μεταξύ της Ελλάδος και του αλβανικού παράγοντα με σκοπό την επίτευξη ισορροπίας στα Βαλκάνια. Πιστεύετε ότι υπάρχει σήμερα χώρος για αναζωογόνηση αυτού του οράματος;
«Είμαι αφοσιωμένος υποστηρικτής της οικοδόμησης ανοικτών, εποικοδομητικών και συνεργατικών σχέσεων ανάμεσα σε όλες τις χώρες της περιοχής. Ο αλβανικός παράγοντας πάντα έπαιζε ρόλο-κλειδί στην περιοχή και κατάφερε να διατηρήσει την καλύτερη δυνατή ισορροπία υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Με βελτιωμένο status και δικαιώματα στις χώρες όπου διαβιοί, ο αλβανικός παράγοντας προσδένει στρατηγικά και ουσιαστικά την περιοχή σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Οι Αλβανοί έχουν με επιτυχία εγκαθιδρύσει στενότερες σχέσεις και με τη γειτονική Ελλάδα. Πιστεύω ότι έχει σημειωθεί ανεπίστρεπτη ανάπτυξη προς αυτή την κατεύθυνση, αν και δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι. Η ευχή σας να καλλιεργηθεί περαιτέρω αυτή η σχέση με την Αλβανία, το Κόσοβο και όλους τους Αλβανούς της περιοχής ταυτίζεται με την προσωπική μου αισιοδοξία για μια συνεκτικότερη σχέση και συνεργασία».
«Να συνεχίσουμε τον ειλικρινή διάλογο επί του Τσάμικου»
Ποια είναι η άποψή σας για το ζήτημα των Τσάμηδων για το οποίο μιλούν στελέχη της αλβανικής κυβέρνησης; Υποθέτω ότι γνωρίζετε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν αναγνωρίζει ότι υφίσταται τέτοιο ζήτημα. Δεν νομίζετε ότι η επανάληψή του δηλητηριάζει τις διμερείς σχέσεις;
«Είχα ευκαιρίες να συναντήσω τους κατά περιόδους έλληνες ομολόγους μου και να συζητήσω ένα ολόκληρο φάσμα θεμάτων. Εχω παρατηρήσει μια αυξανόμενη αίσθηση ωριμότητας και ευθύνης από τις δύο πλευρές για ανοιχτό και ειλικρινή διάλογο σε όλα τα θέματα. Συμφωνήσαμε ότι έχουμε κληρονομήσει πληγές από το παρελθόν που πρέπει με θάρρος να συζητήσουμε. Η Αλβανία και η Ελλάδα πρέπει ανοιχτά να ανταλλάξουν απόψεις και να συνεχίσουν τον ειλικρινή διάλογο και επί του Τσάμικου με επαγγελματική και ανοιχτόμυαλη προσέγγιση. Εχουμε συμφωνήσει εν τω μεταξύ ότι έχουμε διαφορετικές απόψεις επί αυτού, αλλά τούτο δεν θα έπρεπε να σταματήσει τις σταδιακές προσπάθειες να φθάσουμε σε μια κοινή κατανόηση και λύση του ευαίσθητου θέματος».
Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία έχει διαμαρτυρηθεί ότι ο πρωθυπουργός Ράμα λαμβάνει πρωτοβουλίες εναντίον της. Επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, όσα συμβαίνουν σε ελληνικές περιουσίες στη Χειμάρρα. Θα λέγατε ότι οι πολιτικές Ράμα έναντι της Ελλάδος έχουν χειροτερεύσει τα πράγματα;
«Τα θέματα ιδιοκτησίας αποτελούν σημαντική πρόκληση για την Αλβανία και τα έχουμε κληρονομήσει από το κομμουνιστικό παρελθόν. Η αποκατάσταση ιδιοκτησίας, η αποζημίωση ή η νομιμοποίηση είναι καθημερινά φαινόμενα που απασχολούν το σύνολο της αλβανικής κοινωνίας. Αυτό δεν περιλαμβάνει μεμονωμένες πολιτικές διακρίσεων εναντίον εθνικών μειονοτήτων. Ο πρόσφατος νόμος για τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων που εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο αποτελεί επιπλέον εγγύηση των μειονοτικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας παρακολουθούνται πολύ στενά από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την ΕΕ».