Το «καριοφίλι» ή «ντουφέκι», δηλαδή το μακρύκαννο τυφέκιο της περιόδου, ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα όπλα της Ελληνικής Επανάστασης.
Εκτός από τους καλά οπλισμένους κλεφταρματολούς, κάπους, Μανιάτες, Σουλιώτες κ.α., οι άλλοι Έλληνες αγωνιστές διέθεταν ήδη μερικά καριοφίλια ως οικογενειακά αποκτήματα και κειμήλια, και προμηθεύτηκαν περισσότερα μέσω του πασαλικίου του Αλή Πασά, ο οποίος είχε φροντίσει οι μάχιμοι του να διαθέτουν μεγάλο απόθεμα εκηβόλων και αγχέμαχων όπλων για τους πολέμους του εναντίον των γειτονικών ανταγωνιστών του και κυρίως για την επερχόμενη και αναπόφευκτη σύγκρουση του με τον σουλτανικό στρατό.
Οι Αλβανοί, Έλληνες, Βόσνιοι και άλλοι μάχιμοι του στρατού του, προμηθεύονταν κυρίως τα εκηβόλα όπλα από το εκτεταμένο λαθρεμπόριο όπλων και πυρίτιδας που είχαν οργανώσει οι Γάλλοι και οι Βρετανοί, οι οποίοι ήλεγχαν κατά περιόδους τα γειτονικά Επτάνησα.
Οι Ευρωπαίοι πωλούσαν όπλα και πυρομαχικά και στους άλλους Βαλκάνιους πασάδες, οι οποίοι είτε εχθρεύονταν τον Αλή Πασά, είτε είχαν απώτερες βλέψεις για μεγαλύτερη αυτονομία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Έτσι, όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, πολλοί Έλληνες κατείχαν τυφέκια και πιστόλες αρκετά σύγχρονων τύπων (όμως οι Αλβανοί και Βαλκανικοί Τούρκοι αντίπαλοι τους ήταν καλύτερα οπλισμένοι).
Ειδικά τα τυφέκια είχαν προέλευση από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως από την Ιταλία και λιγότερο από τις Γαλλία, Ισπανία κ.α.
Το καριοφίλι είχε βεληνεκές («τίρο») περίπου 500 μ, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αποτελεσματικό σε απόσταση 300-400 μ. Το βεληνεκές του εξαρτάτο από διάφορους παράγοντες, όπως το μήκος της κάννης του.
Η μακριά κάννη προσέδιδε στο πυροβόλο μεγαλύτερη ευθυβολία και στο βλήμα («βόλι») μεγαλύτερη επιτάχυνση και κρουστική ισχύ.
Ο δημοφιλής όρος «καριοφίλι» προέρχεται από παραφθορά της ονομασίας μίας ιταλικής εταιρίας που κατασκεύαζε μαζικά αυτό το είδος τυφεκίου, την «Carlo e Figli» («Κάρλο και Υιοί»). Πολλά από τα τυφέκια που χρησιμοποιήθηκαν στη Χερσόνησο του Αίμου της περιόδου, κατασκευάσθηκαν από την αναφερόμενη εταιρία.
Έως το 1820 περίπου, η εκπυρσοκρότηση τους επιτυγχανόταν με χρήση πυριτόλιθου (πυρόλιθου), μία ισπανική επινόηση. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πυριτόλιθο «ντουφεκόπετρα» ή «ατσαλόπετρα».
Ο πυριτόλιθος προκαλούσε σπινθήρα κατά την κρούση της σφύρας (λύκου) στον άκμονα του όπλου, ο οποίος άναβε την πυρίτιδα. Από το 1820 τα τυφέκια εφοδιάσθηκαν με μηχανισμό πυροδότησης με καψύλλιο (μικρή μεταλλική θήκη με πυροκροτική ύλη).
Το καψύλλιο της εποχής αποτελείτο από πυροκροτικό υδράργυρο ο οποίος εμπεριεχόταν σε θήκη από φύλλο χαλκού, και τοποθετείτο στον άκμονα του όπλου, σε υποδοχή από ατσάλι. Το καψύλλιο ήταν πιο αξιόπιστή λύση από τον πυριτόλιθο για την πυροδότηση του τυφεκίου.
Τα τυφέκια της εποχής ήταν εμπροσθογεμή. Ο πολεμιστής τοποθετούσε στην κάννη τη λεπτόκοκκη πυρίτιδα. Αρχικά την έχυναν απευθείας στην κάννη αλλά αργότερα, προκειμένου να μην υφίσταται απώλεια της ισχύος πυρός, την τοποθετούσαν σε θήκη από σκληρό χαρτί, το «καρτούτσι» ή «φυσέκι» (φυσίγγιο).
Ο όρος «καρτούτσι» προέρχεται από τον αγγλογαλλικό «cartouche» για το φυσίγγιο.
Ο πολεμιστής τοποθετούσε το φυσίγγιο στην κάννη και στη συνέχεια έκανε το ίδιο με το «βόλι», το σφαιρικό βλήμα. Έπειτα έσπρωχνε το βλήμα στο εσωτερικό της κάννης με τη «ντουφεκόβεργα» ή «οβελό».
Τα βόλια κατασκευάζονταν από μολύβι το οποίο χυνόταν σε ειδική φόρμα (καλούπι), το «μονοκάλουπο». Τα τυφέκια κρέμονταν από τον ώμο του πολεμιστή κατά την πορεία ή την ανάπαυση, με τον αορτήρα, έναν δερμάτινο ιμάντα. Τα καριοφίλια πολλών στρατιωτικών αρχηγών ήταν χρυσοποίκιλτα και ασημοποίκιλτα.