Τον τρόπο υπολογισμού των εφάπαξ για τους μηχανικούς που έχουν έναρξη ασφάλισης πριν από την 1.1.1993, περιγράφει αναλυτικά απόφαση που υπογράφει ο υφυπουργός Εργασίας, Τάσος Πετρόπουλος. Αφορά ασφαλισμένους του πρ. Τομέα Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων.
Σύμφωνα με το νόμο Κατρούγκαλου (ν.4387/2016 άρ. 35 παρ. 4) γι’ αυτή την κατηγορία ασφαλισμένων, ο τρόπος υπολογισμού της εφάπαξ παροχής θα αποτελείται στο εξής από το άθροισμα δύο τμημάτων: το τμήμα που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης μέχρι την 31.12.2013 και το τμήμα που αντιστοιχεί για τα έτη ασφάλισης από την 1.1.2014 και εφεξής. Ειδικότερα, για το μέρος της εφάπαξ παροχής που αντιστοιχεί σε χρόνο ασφάλισης μέχρι την 31.12.2013, για τους αυτοτελώς απασχολούμενους (μισθωτούς) με εισφορά ύψους διάφορου του 4% ή με σταθερό ποσό εισφοράς το ποσοστό αναπλήρωσης, θα αναπροσαρμόζεται αναλογικά ως προς το ύψος της εισφοράς, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Φορέα και κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής
Στην απόφαση επισημαίνεται ότι για τους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολούμενους όλων των εντασσόμενων φορέων στον Κλάδο Εφάπαξ Παροχών του ΕΤΕΑΕΠ, έχουν καθοριστεί οι αποδοχές/ασφαλιστικές κατηγορίες που λαμβάνονται υπόψη στον τρόπο υπολογισμού της εφάπαξ παροχής που αφορά στο χρόνο ασφάλισης μέχρι και την 31/12/2013. Ειδικότερα, ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής, νοείται, για μεν τους μισθωτούς, ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος κατά τα πέντε τελευταία έτη έως και τις 31.12.2013. Προϋπόθεση είναι να έχουν υποβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του κλάδου, χωρίς να υπολογίζονται τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας. Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους , για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής, αξιοποιούνται οι αποδοχές επί των οποίων προκύπτει ο μέσος όρος των τιμών των ασφαλιστικών κατηγοριών, που υπεβλήθησαν ασφαλιστικές εισφορές κατά τα πέντε τελευταία έτη έως και την 31η/12/2013, όπως οι τιμές αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά το καταληκτικό της πενταετίας έτος. Σύμφωνα με την Εθνική Αναλογιστική Αρχή, τα ποσοστά αναπλήρωσης για τον Κλάδο Πρόνοιας/Τομέα Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΕΤΑΑ/ΤΠΜΕΔΕ) για «παλαιούς ασφαλισμένους» για τις αποδοχές επί των οποίων έγιναν οι νόμιμες κρατήσεις υπέρ του Τομέα για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής έχουν ως εξής:
1. Για τους έμμισθους για το χρόνο ασφάλισης: 1. Από 1/7/1979 έως και 31/12/1990 διαμορφώνεται σε 16,34%, αντί του 60%. ii. Από 1/1/1991 έως και 31/12/1996 διαμορφώνεται σε 15% αντί του 60%. iii. Από 1/1/1997 έως και 31/12/2001 διαμορφώνεται σε 22,5%, αντί του 60%.
iv. Από 1/1/2002 έως και 31/12/2006 διαμορφώνεται σε 30%, αντί του 60%.
ν. Από 1/1/2007 έως και 31/12/2013 διαμορφώνεται σε 60%. Για τους αυτοτελώς απασχολουμένους για το χρόνο ασφάλισης: i. Από 1/7/1979 έως και 31/12/1990 διαμορφώνεται σε 4,5%, αντί του 60%. ii. Από 1/1/1991 έως και 31/12/1996 διαμορφώνεται σε 15%, αντί του 60%
iii. Από 1/1/1997 έως και 31/12/2001 διαμορφώνεται σε 22,5%, αντί του 60%.
iv. Από 1/1/2002 έως και 31/12/2006 διαμορφώνεται σε 30%, αντί του 60%. v. Από 1/1/2007 έως και 31/12/2013 διαμορφώνεται σε 62,14%, αντί του 60%. Επειδή για τους “παλαιούς” ασφαλισμένους του πρώην ΕΤΑΑ/Τομέας Πρόνοιας Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων, η απόφαση ορίζει τα ακόλουθα: α) Η μηνιαία εισφορά για τη χρονική περίοδο μέχρι και την 31η/12/2006 υπολογιζόταν για όλους τους ασφαλισμένους μισθωτούς και αυτοτελώς απασχολούμενους, ανεξαρτήτως ετών υπηρεσίας και αποδοχών, επί ενός εκάστοτε ορισθέντος τεκμαρτού μισθού β) Οι αυξήσεις που γίνονταν, δυνάμει του άρθ. δέκατου τέταρτου του ν.1305/1982 (Α’ 146) και της παρ. 5 του άρθ. 27 του ν.1505/1984 (Α’ 194), στον παραπάνω εκάστοτε τεκμαρτό μισθό, για τα έτη μέχρι και το 2006, ήταν μικρότερες των αντίστοιχων αυξήσεων του πληθωρισμού, με συνέπεια οι αποδοχές αυτές να μην είναι αναπροσαρμοσμένες σε πραγματικές τρέχουσες αξίες κατά το καταληκτικό της ως άνω πενταετίας έτος. γ) Από 1/1/2007 ορίστηκαν για τους αυτοτελώς απασχολούμενους ως ασφαλιστέες για εφάπαξ παροχή αποδοχές (παρ. 1 του άρθ. 4 του ν.3518/2006), η τιμή της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας του π.δ. 124/1993 όπως αυτή κάθε φορά διαμορφώνεται χωρίς να προβλέπεται μετάταξη σε ανώτερη ασφαλιστική κατηγορία, όπως ισχύει για τους από 1-1-1993 και εφεξής ασφαλισμένους. δ) Η τιμή της ανωτέρω 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας, επί της οποίας υπεβλήθησαν ασφαλιστικές εισφορές, κατά τα πέντε τελευταία έτη έως και τις 31/12/2013, όπως η τιμή αυτή είχε διαμορφωθεί κατά το καταληκτικό της πενταετίας έτος, υπολείπεται κατά πολύ των ασφαλιστέων για εφάπαξ παροχή αποδοχών όπως αυτές είχαν καθοριστεί με την περ. α’ του άρθρου άρθ. 34 του ν.915/1979 και διαμορφωθεί με διαδοχικές αυξήσεις δυνάμει του άρθ. δέκατου τέταρτου του ν.1305/1982 (Α’ 146) και της παρ. 5 του άρθ. 27 του ν.1505/1984 (Α’ 194) μέχρι και το έτος 2006, χωρίς να υπήρξε ομαλή αυξητική τους πορεία για τα έτη που επακολούθησαν μετά το 2006. ε) Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διασφαλίζεται ότι το ποσό της εφάπαξ παροχής που προκύπτει σε εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, το οποίο αφορά στο χρόνο
ασφάλισης μέχρι 31/12/2013, θα αναλογεί στο σύνολο των εισφορών που έχουν διαχρονικά καταβληθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή. Κατόπιν των ανωτέρω, διευκρινίζεται ότι, ως αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής μέχρι 31/12/1992, στους μισθωτούς/στους αυτοτελώς απασχολούμενους ασφαλισμένους νοούνται αυτές που προκύπτουν αν οι εκάστοτε μηνιαίες ασφαλιστέες για εφάπαξ παροχή αποδοχές/τιμές των ασφαλιστικών κατηγοριών, από την έναρξη ασφάλισής τους έως και την 31η/12/2013, αναπροσαρμοστούν ετησίως για το χρονικό διάστημα από το επόμενο, από αυτό που αφορούν έτος, μέχρι την 31η/12/2013, κατά τη μεταβολή του εκάστοτε μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, και εν συνεχεία προσδιοριστεί ο μέσος όρος τους. Μετά το έτος 2013 έως και το προηγούμενο έτος της αποχώρησης από την εργασία/υπηρεσία λόγω οριστικής συνταξιοδότησης, ο ως άνω μέσος όρος προσαυξάνεται ετησίως κατά τον τρόπο που προβλέπεται στον ίδιο νόμο (ν.4387/2016 αρ. 8, παρ. 4). Ο σωρευμένος συντελεστής που προκύπτει από τους δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα.