Το σκεπτικό του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ακύρωση της υπουργικής απόφασης και η άποψη της μειοψηφίας
Με την υπ’ αριθμ. 660/2018 απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης κατά της απόφασης του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, με τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο».
Η απόφαση προκάλεσε έντονες συζητήσεις, συνεπώς κρίθηκε χρήσιμη η ανάρτηση του συνόλου της απόφασης, προκειμένου να είναι διαθέσιμο το πλήρες σκεπτικό της.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση έρχεται σε αντίθεση:
α) προς την διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος (η οποία αποτελεί το βασικό νομικό θεμέλιο για τη ρύθμιση του επίμαχου ζητήματος), διότι, με το πρόγραμμα σπουδών που εισάγει για τις Γ – ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ο επιβεβλημένος από τη συνταγματική αυτή διάταξη σκοπός, η ανάπτυξη δηλαδή της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των μαθητών που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού,
β) προς την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει ως απαραβίαστη την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, διότι -ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές και να κατατείνει στην εμπέδωση και ενίσχυση της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεώς τους- με τη σύγχυση που προκαλείται, όπως έχει εκτεθεί από το προπεριγραφέν πρόγραμμα σπουδών και με τον επιδιωκόμενο δι’ αυτού «αναστοχασμό» των μαθητών (ηλικίας 8 – 15 ετών), η εν λόγω απόφαση κλονίζει την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση, την οποία, ήδη πριν από την έναρξη του σχολικού βίου διαμορφώνουν οι μαθητές αυτοί στο πλαίσιο του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, είναι δε ικανή η εισαγόμενη με την προσβαλλόμενη απόφαση διδασκαλία ως επέμβαση στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των μαθητών αυτών που δεν διαθέτουν την ωριμότητα και την κριτική αντίληψη των ενηλίκων, να τους εκτρέψει από την ορθόδοξη χριστιανική συνείδησή τους,
γ) προς την διάταξη του άρθρου 2 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλει το ευθέως καθιερούμενο από την διάταξη αυτή δικαίωμα των ανηκόντων στην επικρατούσα θρησκεία ορθόδοξων χριστιανών γονέων να διασφαλίσουν τη μόρφωση και εκπαίδευση των παιδιών τους σύμφωνα με τις δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις και
δ) προς την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητος (άρθρο 4 παρ. 1 του Σ) και προς το άρθρο 14 (σε συνδυασμό με το άρθρο 9) της ΕΣΔΑ, διότι στερεί από τους μαθητές του ορθοδόξου χριστιανικού δόγματος το δικαίωμα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ενώ η νομοθεσία όπως έχει εκτεθεί προβλέπει για μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, εβραίους και μουσουλμάνους τη δυνατότητα να διδάσκονται αποκλειστικώς τα δόγματα της πίστεώς τους (όχι δε και τα δόγματα άλλων θρησκειών), μάλιστα δε από δασκάλους προτεινόμενους από την οικεία θρησκευτική κοινότητα.
Αντιθέτως, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εκδόθηκε κατόπιν γνωμοδοτήσεως των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων και φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας, ακούσθηκαν δε και οι απόψεις της Εκκλησίας, υπηρετεί τους σκοπούς της παροχής από το Κράτος θρησκευτικής εκπαίδευσης πολυφωνικής και αξιολογικά ουδέτερης, παρουσιάζει επαρκώς την διδασκαλία της Ορθοδοξίας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων που παρατέθηκαν σε προηγούμενη σκέψη, κινείται δε εντός των ορίων των εξουσιοδοτικών διατάξεων, που είναι ερμηνευτέες σύμφωνα με τις ανωτέρω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις. Επομένως, κατά την μειοψηφούσα αυτή γνώμη, οι αντίθετοι λόγοι, οι οποίοι ερείδονται σε εσφαλμένη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, μεταξύ άλλων η σκέψη υπ’ αρ. 18 της απόφασης, σύμφωνα με την οποία:
18. Επειδή, όπως έχει εκτεθεί, με την διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών επιδιώκεται, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος, η ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως και, ως εκ τούτου, εν όψει και της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 13 του αυτού περί θρησκευτικής ελευθερίας, η διδασκαλία του μαθήματος αυτού δεν μπορεί παρά να απευθύνεται αποκλειστικά στους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές. Η προσβαλλόμενη, όμως, υπουργική απόφαση ρητώς εξαγγέλλει, ήδη στην αρχή της παρ. 1 του άρθρου μόνου αυτής, ότι με το περιεχόμενο σε αυτήν Πρόγραμμα Σπουδών για τις Γ – ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και για το Γυμνάσιο «επιδιώκεται ένα σχολικό ΜτΘ, στο οποίο η συμμετοχή όλων των παιδιών χωρίς καμιά διάκριση και ανεξάρτητα από θρησκευτική ή μη δέσμευσή τους, θεωρείται αυτονόητη όσο και αναγκαία» (βλ. και παρ 2 «κάθε μαθητής ή μαθήτρια ανεξαρτήτως της θρησκευτικής του/της ιδιοπροσωπίας, είναι αναγκαίο να γνωρίζει …»). Στο πλαίσιο της εξυπηρετήσεως του ως άνω σκοπού, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, στην παρ, 2 αυτής αναφέρει ότι το Πρόγραμμα Σπουδών «ξεκινά από και έχει ως επίκεντρο τη θρησκευτική παράδοση του τόπου,την παράδοση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας», η οποία χαρακτηρίζεται ως «η πρώτη και βασική συντεταγμένη του μαθήματος» ως «δεύτερη συντεταγμένη» του μαθήματος των θρησκευτικών, η προσβαλλομένη αναφέρει την «βασική γνωριμία με τις μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις που συναντώνται στην Ευρώπη και γενικότερα στον κόσμο,εκτός της Ορθοδοξίας,όπως ο Ρωμαιοκαθολικισμός και ο Προτεσταντισμός με τις βασικές τους ομολογίες», ενώ ως «τρίτη συντεταγμένη» αναφέρει η προσβαλλομένη «στοιχεία από τα μεγάλα θρησκεύματα και ιδίως όσα ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία περισσότερο, δηλαδή τις μονοθεϊστικές παραδόσεις του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, καθώς και άλλες θρησκείες που κατά τόπους ή κατά περίπτωση κρίνεται ότι παρουσιάζουν σήμερα αυξημένο ενδιαφέρον».
Εν όψει τούτων η προσβαλλόμενη -επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, “τη διεθνή επιστημονική συζήτηση και τα διεθνή νομικά δεδομένα” καθώς και “τους στόχους των ευρωπαϊκών ΜτΘ”- προσδιορίζει το μάθημα των θρησκευτικών ως «ένα διευρυμένο και με σαφείς θεολογικές προϋποθέσεις μάθημα,το οποίο εξετάζει με ερευνητικό, κριτικό αλλά και διαλεκτικό τρόπο τη συνεισφορά κάθε θρησκευτικής παράδοσης στην ιστορία και στον πολιτισμό,αποβλέποντας στον θρησκευτικό γραμματισμό, αλλά και στην ευαισθητοποίηση και στον αναστοχασμό των μαθητών απέναντι στον δικό τους θρησκευτικό προβληματισμό». Με τον σκοπό,όμως, αυτό που πραγματώνεται με το περιεχόμενο του εν λόγω προγράμματος σπουδών, το οποίο, όπως περιγράφεται στις επιμέρους θεματικές ενότητες (ΘΕ) για κάθε τάξη, περιλαμβάνει σε ικανό βαθμό διδασκαλία και δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων διαφόρων, πέραν της Ορθοδοξίας, θρησκειών, η πληττόμενη υπουργική απόφαση προσβάλλει την θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 παρ. 1) των ορθοδόξων χριστιανών μαθητών, για την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των οποίων ενδιαφέρονται οι ήδη αιτούντες, αλλά και εκείνων εκ των ετεροδόξων ή αλλοθρήσκων μαθητών, για τους οποίους παρέχεται, όπως έχει εκτεθεί, η δυνατότητα διδασκαλίας αποκλειστικώς της οικείας θρησκευτικής πίστεως. Πέραν των ανωτέρω, από την περιγραφή των «γενικών στόχων» κάθε τάξης και το περιεχόμενο των επιμέρους θεματικών ενοτήτων (τόσο από τα «βασικά θέματα» καθεμιάς όσο και από τα «προδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα» και τις «ενδεικτικές δραστηριότητες») προκύπτει επίσης ότι με την διδασκαλία του εν λόγω μαθήματος επιδιώκονται και στόχοι οι οποίοι,πέραν των ως άνω τριών «συντεταγμένων», εκφεύγουν ακόμη και από ένα αμιγώς «θρησκειολογικό» πρότυπο μαθήματος, αναγόμενοι σε άλλα διδακτικά αντικείμενα (όπως η κοινωνιολογία, φιλοσοφία, κοινωνική και πολιτική αγωγή, οικολογία, τέχνες κ.ά.).
Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ανωτέρω στοχοθεσίας, η διδασκαλία στοιχείων της ορθοδόξης χριστιανικής πίστεως καταλαμβάνει μεν σημαντικό μέρος του προγράμματος σπουδών που εισάγεται με την προσβαλλομένη απόφαση, η διδασκαλία, όμως, αυτή δεν είναι ικανή να αναπτύξει, ήτοι να εμπεδώσει και να ενισχύσει, όπως επιβάλλεται από την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 16 του Συντάγματος, την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση των μαθητών, διότι, όπως εκτίθεται κατωτέρω, η διδασκαλία αυτή α) είναι ελλιπής κατά περιεχόμενο, β) δεν είναι αυτοτελής, αμιγής και διακριτή σε σχέση με την διδασκαλία στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στους μαθητές ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας, και γ) δεν είναι επαρκής από την άποψη του χρόνου που διατίθεται για αυτήν. Ειδικότερα,το πρόγραμμα σπουδών που εισάγεται με την προσβαλλομένη απόφαση παρουσιάζει -όπως προκύπτει και από το περιεχόμενο προηγουμένων προγραμμάτων που αναφέρονται αποκλειστικώς στην ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία (π.χ. πδ 91/1984, πδ 374/1078, πδ 831/1977, πδ 1034/1977)- σοβαρές ελλείψεις ως προς το περιεχόμενο της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας. [Όλως ενδεικτικώς: δεν γίνεται αναφορά στην Αγία Ομοούσιο και Αδιαίρετο Τριάδα (την οποία επικαλούνται στην κεφαλίδα τους όλα τα ελληνικά Συντάγματα που ίσχυσαν μέχρι σήμερα) και δη σύμφωνα με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα, ενώ στην ΘΕ 6 της Γ τάξης του Δημοτικού (με τίτλο «ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός») ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως «ξένος», ως «προσδοκώμενος Μεσσίας», ως «δάσκαλος που όλοι θαυμάζουν», ως «αγαπημένος φίλος», όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου]. Στις εν λόγω ελλείψεις εντάσσεται και η μη οριοθέτηση της ορθόδοξης χριστιανικής διδασκαλίας με επισήμανση των χαρακτηριστικών της στοιχείων που την διακρίνουν από άλλα χριστιανικά δόγματα και άλλες θρησκείες. Αντιθέτως, στο επίμαχο πρόγραμμα σπουδών δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή στοιχείων κοινών στην διδασκαλία τόσο της ορθόδοξης εκκλησίας όσο και άλλων χριστιανικών δογμάτων και άλλων θρησκειών. Δεύτερος παράγοντας που καθιστά το επίμαχο πρόγραμμα σπουδών απρόσφορο για την ανάπτυξη ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως είναι το γεγονός ότι η διδασκαλία στοιχείων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως δεν γίνεται αυτοτελώς και διακριτώς, αλλά εκ παραλλήλου -πολλές φορές στο πλαίσιο της ίδιας ώρας διδασκαλίας- και ισοτίμως με τη διδασκαλία στοιχείων, συχνά υπερβολικά λεπτομερειακών, άλλων θρησκειών ή χριστιανικών ομολογιών [π.χ. στην Γ τάξη του Δημοτικού από τις οκτώ θεματικές ενότητες (ΘΕ) μόνο οι ΘΕ 4, 6 και 7 έχουν αμιγώς ή κυρίως χριστιανική, όχι αποκλειστικώς ορθόδοξη, θεματολογία, ενώ οι ΘΕ 1, 4, 5, 6 και 7 έχουν εκτενείς αναφορές και σε άλλες θρησκείες/, στην Ε τάξη του Δημοτικού από τις επτά ΘΕ αμιγώς χριστιανική, όχι αποκλειστικώς ορθόδοξη, θεματολογία έχουν οι ΘΕ 4, 5, 6 και 7, ενώ οι υπόλοιπες τρεις έχουν εκτενείς αναφορές και σε άλλες θρησκείες/στην ΣΤ τάξη του Δημοτικού από τις επτά ΘΕ μόνο η ΘΕ 4 έχει αμιγώς ορθόδοξη θεματολογία, οι ΘΕ 1, 2, 3 και 7 έχουν χριστιανική,όχι αποκλειστικά ορθόδοξη, θεματολογία, η ΘΕ 5 αναφέρεται στις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, ενώ η ΘΕ 6 αποκλειστικά σε άλλες θρησκείες.
[….]
Τέλος, εν όψει αφ’ ενός μεν του αριθμού των ωρών διδασκαλίας που προβλέπονται από την προσβαλλόμενη απόφαση για το μάθημα των θρησκευτικών (56 – 58 ώρες διδασκαλίας για κάθε μία από τις Γ – ΣΤ τάξεις του Δημοτικού και 46 – 48 για τις Α – Γ τάξεις του Γυμνασίου) εντός του, οκτάμηνης περίπου διαρκείας, σχολικού έτους, αφ’ ετέρου δε της συνυπάρξεως σε εκτενή βαθμό, στο πλαίσιο του μαθήματος αυτού, στοιχείων αναφερομένων σε άλλα δόγματα και σε άλλες θρησκείες, παρίσταται ανεπαρκής για την επίτευξη του προπεριγραφέντος συνταγματικού σκοπού (της αναπτύξεως δηλαδή ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως) ο χρόνος ο οποίος διατίθεται για την διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση εδώ.