1656 οι νέες υποθέσεις εισήχθησαν το 2017 ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ
Για δεύτερο συνεχόμενο έτος, εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ περισσότερες από 1.600 υποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, το 2017 οι νέες υποθέσεις ενώπιον αμφότερων των δικαιοδοτικών οργάνων ανήλθαν σε 1.656.
Αντίστοιχα, ο αριθμός των υποθέσεων που περατώθηκαν και από τα δύο δικαιοδοτικά όργανα το 2017, δηλαδή συνολικά 1.594, παραμένει πολύ κοντά στον αριθμό των εισερχόμενων υποθέσεων.
Το Δικαστήριο
Το πρώτο αξιοσημείωτο στοιχείο στα στατιστικά του 2017 σχετίζεται με τον αριθμό των υποθέσεων που εισήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου: οι 739 νέες υποθέσεις στη διάρκεια αυτού του έτους αποτελούν καινούργιο ρεκόρ στην ιστορία του θεσμικού οργάνου, καταρρίπτοντας εκείνο του 2015 (713 εισαχθείσες υποθέσεις). Αυτό το νέο ιστορικό υψηλό οφείλεται ιδίως στην αύξηση του αριθμού αιτήσεων προδικαστικής απόφασης (533, δηλαδή + 13 % σε σύγκριση με το προγενέστερο ρεκόρ του 2016), η οποία με τη σειρά της εξηγείται, σε μεγάλο βαθμό, από την υποβολή μιας σειράς αιτήσεων σε παρόμοιες υποθέσεις (43), σχετικές με την ερμηνεία του κανονισμού για την αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών . Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται η ανοδική τάση στον αριθμό των προσφυγών λόγω παραβάσεων κρατών μελών (41 το 2017, ενώ το 2016 ήταν 31). Αντιθέτως, μείωση παρατηρείται στον αριθμό των αιτήσεων αναίρεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το 2017 (141), σε σχέση με τα επίπεδα των περασμένων ετών (206 το 2015 και 168 το 2016).
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του προηγούμενου έτους συνδέεται με τον συνολικό αριθμό των υποθέσεων που περατώθηκαν από το Δικαστήριο: με 699 υποθέσεις, το Δικαστήριο επέδειξε το 2017 σχεδόν την ίδια παραγωγικότητα όπως πέρσι (704). Αν δεν συνυπολογιστούν οι σαράντα περίπου προαναφερθείσες υποθέσεις, οι οποίες αφορούν κατά βάση το ίδιο ζήτημα, ήτοι τα δικαιώματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, προκύπτει μια ισορροπία στους αριθμούς κατά τον απολογισμό του έτους 2017.
Ως προς τη μέση διάρκεια των διαδικασιών ενώπιον του Δικαστηρίου, η μέση διάρκεια εκδίκασης των προδικαστικών υποθέσεων, αν και ελαφρώς ανεβασμένη συγκριτικά με το 2016 (οπότε και έφθασε στο ιστορικό χαμηλό των 15 μηνών), εξακολουθεί να είναι μικρότερη από 16 μήνες (για την ακρίβεια 15,7 μήνες), επίδοση αξιέπαινη, αν ληφθεί υπόψη η πολυπλοκότητα ορισμένων ρυθμίσεων τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει για πρώτη φορά. Μεγαλύτερη αύξηση της διάρκειας παρατηρείται στην εκδίκαση των αιτήσεων αναίρεσης (17,1 μήνες αντί 12,9 μηνών το 2016), γεγονός που οφείλεται εν πολλοίς στην περάτωση, κατά το 2017, περίπλοκων υποθέσεων ανταγωνισμού, περιλαμβανομένων 14 αναιρετικών διαδικασιών οι οποίες εντάσσονταν στον ίδιο ογκώδη φάκελο σχετικά με συμπράξεις μεταξύ κατασκευαστών ειδών υγιεινής.
Το Γενικό Δικαστήριο
Το 2017 μπορεί να θεωρηθεί, για το Γενικό Δικαστήριο, το πρώτο πλήρες έτος δοκιμής της νέας του οργάνωσης, η οποία έχει ως σκοπό να του παράσχει τα μέσα για να εκπληρώσει την αποστολή του επιδιώκοντας περισσότερους και φιλόδοξους στόχους: ταχύτητα, ποιότητα, συνοχή και, εν τέλει, κύρος της νομολογίας του. Λαμβανομένων υπόψη των προκλήσεων που συνεπαγόταν η ενσωμάτωση σημαντικού αριθμού νέων δικαστών, κρίνεται άκρως ικανοποιητικός ο απολογισμός αυτού του πρώτου έτους εφαρμογής, στην πράξη, της μεταρρύθμισης της δικαιοδοτικής δομής.
Κατ’ αρχάς, σχεδόν επιτεύχθηκε ο ισοσκελισμός των υποθέσεων που εισήχθησαν με τις υποθέσεις που περατώθηκαν (917 εισαχθείσες υποθέσεις, 895 περατωθείσες υποθέσεις ), τούτο δε παρά την ύπαρξη μιας ομάδας εξαιρετικά πολυάριθμων (περίπου 100) συναφών υποθέσεων του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού τομέα. Ειδικότερα, η παραγωγικότητα βελτιώθηκε σαφώς (+ 140) περατωθείσες υποθέσεις σε σχέση με το 2016, δηλαδή + 18,5 %), μετά την αναπόφευκτη κάμψη λόγω της ανά τριετία ανανέωσης της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου και της εσωτερικής του αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης. Η παραγωγικότητα αυτή είναι πιθανό να αυξηθεί περαιτέρω το 2018, έτος στη διάρκεια του οποίου η ώθηση που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο αναμένεται να το φέρει πλέον σε ένα σταθερό ρυθμό απόδοσης.
Πρωτίστως, η διάρκεια των διαδικασιών –βασικός δείκτης επιδόσεων– εμφανίζει νέα, ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτη πτώση, με μέσο όρο τους 16,3 μήνες στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε απόφαση ή διάταξη (ήτοι – 13 % σε σύγκριση με το 2016).
Επομένως, η τάση που παρατηρείται εδώ και μια πενταετία (– 40 % από το 2013) συνεχίστηκε ακάθεκτη με εντυπωσιακά αποτελέσματα, και μάλιστα σε όλες τις κατηγορίες υποθέσεων.
Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αυξήθηκε κατά πολύ ο αριθμός των υποθέσεων που παραπέμφθηκαν ενώπιον πενταμελών τμημάτων (84 υποθέσεις έναντι μόλις 29 το 2016), εξέλιξη η οποία αντανακλά μία από τις επιλογές που έγιναν από το Γενικό Δικαστήριο, σε επίπεδο οργάνωσης και τρόπου λειτουργίας του, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός της διατήρησης της ποιότητας τον οποίο το ίδιο έθεσε στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης. Έτσι, το 2017, περίπου το 10 % των εισερχόμενων υποθέσεων παραπέμφθηκαν σε πενταμελή τμήματα. Αυτό το ποσοστό έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον ετήσιο μέσο όρο των υποθέσεων που παραπέμπονταν κατά τη χρονική περίοδο (από το 2010 έως το 2015) πριν από τη μεταρρύθμιση της δικαιοδοτικής δομής της Ένωσης, ο οποίος ήταν της τάξης του 1 %.