Τη Δευτέρα απαντήθηκε το ερώτημα τι θα αλλάξει μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, τον Μάρτιο του 2019: Σχεδόν τίποτα. Οι Βρετανοί ευρωβουλευτές θα αποχωρήσουν από το Ευρωκοινοβούλιο και η Βρετανίδα πρωθυπουργός δεν θα μετέχει στις συνόδους κορυφής, αλλά στην πράξη, για την καθημερινότητα της ελεύθερης μετακίνησης και μετεγκατάστασης, καθώς και για τη ροή των εμπορικών συναλλαγών και των κεφαλαίων, η 1η Απριλίου 2019 θα είναι μια συνηθισμένη ημέρα. Ούτε καν οι χρεώσεις περιαγωγής (roaming) στα κινητά τηλέφωνα δεν πρόκειται να επανέλθουν.
Η μεταβατική περίοδος θα διαρκέσει τουλάχιστον ώς τις 31 Δεκεμβρίου 2020, ίσως και περισσότερο αν διαπιστωθεί ότι ο χρόνος δεν επαρκεί για να προσδιοριστεί το μελλοντικό πλαίσιο. Ετσι, για διάστημα τουλάχιστον 21 μηνών, η Βρετανία θα εξακολουθήσει να υπόκειται σε όλους τους κανόνες της Ε.Ε., περιλαμβανομένων και αυτών που θα αποφασιστούν από τους 27 την περίοδο εκείνη, χωρίς να έχει θέση στο τραπέζι. Αυτό που ώθησε τη Βρετανίδα πρωθυπουργό να αποδεχθεί τους όρους αυτούς, ανατρέποντας όσα ζητούσε έως τώρα, ήταν η έντονη πίεση από τη βρετανική και ευρωπαϊκή βιομηχανία αλλά και από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, που ζητούσαν σαφήνεια το ταχύτερο δυνατόν. Πολλές αποφάσεις, όπως, π.χ., ο σχεδιασμός για τη διάθεση αεροπορικών εισιτηρίων, λαμβάνονται τουλάχιστον ένα χρόνο νωρίτερα και όσο πλησίαζε το τέλος Μαρτίου, τόσο μεγαλύτερη ήταν η νευρικότητα των παραγόντων της οικονομίας αναφορικά με το ενδεχόμενο μιας απότομης εξόδου σε ένα χρόνο.
Ο άτυπος επικεφαλής της εσωκομματικής αντιπολίτευσης Τζέικομπ Ρις-Μογκ συμφώνησε με τις διατάξεις για τη μεταβατική περίοδο, απομακρύνοντας τα σενάρια περί ανατροπής της κυβέρνησης από τους οπαδούς του «σκληρού», άμεσου Brexit. Βρετανοί σχολιαστές απέδωσαν την ξαφνική μετριοπάθεια στον εξαιρετικά μικρό αριθμό βουλευτών που θα ήταν έτοιμοι να στηρίξουν μια πορεία ριζικά αντίθετη προς τις συστάσεις των μεγαλύτερων παραγόντων της οικονομίας.
Πολίτες και τσένταρ
Με βάση τη νέα συμφωνία, δεν γίνονται διακρίσεις ανάμεσα σε όσους πολίτες της Ε.Ε. μετεγκατασταθούν στη Βρετανία πριν ή μετά τις 30 Μαρτίου 2019, όπως αρχικά επεδίωκε η Τερέζα Μέι, ενώ «εξαφανίζεται» το άρθρο 32 που αφαιρούσε από τους Βρετανούς πολίτες που ζουν στην Ε.Ε. το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης και μετεγκατάστασης εντός της Ενωσης. Παρ’ όλα αυτά, οι ενώσεις Ευρωπαίων που ζουν στη Βρετανία και Βρετανών που ζουν στην Ε.Ε. απέστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας, στην οποία ισχυρίζονται ότι παραμένουν ασάφειες και ότι η γνωστή επωδός «τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί μέχρι να συμφωνηθούν όλα» συνεχίζει να τους προξενεί ανασφάλεια. «Ως έχει, η συμφωνία εγγυάται περισσότερα δικαιώματα ελεύθερης μετακίνησης για το βρετανικό τσένταρ παρά για τους Βρετανούς πολίτες», υποστήριξε η επικεφαλής της οργάνωσης British in Europe, Τζέιν Γκόλντινγκ.
Το ιδανικό σενάριο για όλους τους εμπλεκόμενους θα ήταν να υπάρξει ολοκληρωμένη συμφωνία για το διαζύγιο ώς το καλοκαίρι, προκειμένου να ξεκινήσουν οι συνομιλίες για τη μελλοντική σχέση Ε.Ε. – Βρετανίας. Αυτό σημαίνει ότι απομένουν λίγοι μήνες για να επιλυθεί το πιο ευαίσθητο από όλα τα ζητήματα, το καθεστώς των ιρλανδικών συνόρων.
Για την ώρα, η Βρετανία επιμένει στο Σχέδιο Α΄ (συνολική εμπορική συμφωνία που θα καθιστά περιττή την έννοια των συνόρων ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας) ή/και στο Σχέδιο Β΄ (μαγική τεχνολογική λύση επιτήρησης του συνόρου, ώστε να είναι υπαρκτό μεν, αόρατο δε). Η Ε.Ε. ποντάρει στο Σχέδιο Γ΄, που δεν είναι άλλο από την ενσωμάτωση της Βόρειας Ιρλανδίας στην κοινή αγορά και την τελωνειακή ένωση, με τα σύνορα να μεταφέρονται εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, στα προϊόντα που διασχίζουν τη Θάλασσα της Ιρλανδίας. Είναι μία τεχνική συζήτηση, η οποία όμως αν «στραβώσει» μπορεί να τινάξει στον αέρα είκοσι χρόνια ειρηνευτικής συμφωνίας στη Βόρεια Ιρλανδία.