Αντίστροφη μέτρηση για τρεις νέες ανατροπές στο εργασιακό στα πλαίσια της 4ης αξιολόγησης του Μνημονίου που πρέπει να ολοκληρωθεί ως τον ερχόμενο Μάη-Ιούνη.
Αυτές οι ανατροπές αφορούν τον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, τον ρόλο του ΟΜΕΔ και τον επαναπροσδιορισμό των προστίμων για την αδήλωτη εργασία.
Το κύμα αυτό των δράσεων έρχεται μετά την αύξηση της απαρτίας (από το 33% στο 50%) στα πρωτοβάθμια σωματεία προκειμένου να μπορούν να αποφασίζουν την κήρυξη απεργίας (πέρασε με την 3η αξιολόγηση του Μάη/Ιούνη 2017), αλλά και την κατάργηση του υπουργικού βέτο στις ομαδικές απολύσεις (πέρασε με την 2η αξιολόγηση).
Έτσι, αν θεσπισθεί και ο τρίτος γύρος των δράσεων στο νέο εργασιακό –πιο κρίσιμο σημείο του είναι ο έλεγχος της αντιπροσωπευτικότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων–, θα έχει ολοκληρωθεί το παζλ των παρεμβάσεων για τις οποίες πίεζαν οι θεσμοί για το εργασιακό ήδη από το 2016.
Η κυβέρνηση έχει ψηφίσει την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων, αλλά και της υπερίσχυσής τους έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων μετά το πέρας του Μνημονίου, δηλαδή μετά τον Αύγουστο του 2018.
Από αυτήν την άποψη, αυτή η δράση (μαζί με τη διατήρηση του ανώτατου ορίου των ομαδικών απολύσεων στο 5% αντί του 10%, όπως πίεζε το ΔΝΤ) αποτέλεσε μια κατάκτηση της κυβέρνησης, σύμφωνα με όσα η ίδια υποστήριζε.
Ωστόσο, αυτή αμφισβητείται εμμέσως από τον αυστηρό έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας των κλαδικών συμβάσεων.
Ο έλεγχος αυτός θα γίνει από έναν μηχανισμό ο οποίος με βάση τα δεδομένα του πληροφοριακού συστήματος “Εργάνη” θα μετρά αν οι επιχειρήσεις-μέλη μιας κλαδικής εργοδοτικής ένωσης απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Αν δεν ισχύει αυτό, τότε οι όροι μιας κλαδικής συλλογικής σύμβασης δεν θα είναι επεκτάσιμοι, δηλαδή υποχρεωτικοί για τα μη μέλη της κλαδικής εργοδοτικής ένωσης.
Θετικά προς την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων διάκεινται η ΓΣΕΕ, η ΓΣΕΒΕΕ και η ΕΣΕΕ, ενώ ενδοιασμούς έχει εκφράσει ο ΣΕΒ.
Αρνητικά διάκειται, όμως, το ΔΝΤ, καθώς θεωρεί πως κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε αύξηση των μισθών. Κάτι τέτοιο είναι λίγο-πολύ απαγορευτικό σε συνθήκες υπερχρέωσης των επιχειρήσεων προς το δημόσιο και τις τράπεζες, σύμφωνα με το Ταμείο.
Παράλληλα, η κυβέρνηση υποστηρίζει την αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού από το 2019 με απόφαση της ίδιας (και όχι με απόφαση των κοινωνικών εταίρων, όπως παλιότερα υποστήριζε).
Κυβερνητικές διαρροές αναφέρουν πως η αύξηση αυτή θα μπορούσε να γίνει σε 4 ετήσιες δόσεις. Από την ΕΣΕΕ υποστηρίζεται η αύξησή του (από τα 586 ευρώ στα 751 ευρώ) σε 2 δόσεις. Ο δε ΣΕΒ υποστηρίζει τη σύνδεση των μισθών με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την παραγωγικότητα της εργασίας. Η ΓΣΕΕ υποστηρίζει την άμεση αποκατάσταση του κατώτατου μισθού στα προ του 2012 επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ. Όσον αφορά τον ΟΜΕΔ, η κυβέρνηση υποστηρίζει την επαναφορά της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει αντισυνταγματική την κατάργηση της δυνατότητας αυτής. Η ΕΣΕΕ υποστηρίζει αυτήν τη δράση, θέτει όμως κάποιους όρους γι’ αυτή την επαναφορά.
Όσον αφορά τη μείωση των προστίμων σε βάρος εργοδοτών για την απασχόληση αδήλωτων εργαζομένων (π.χ. κατά 50%), άπασες οι εργοδοτικές ενώσεις τάσσονται υπέρ.