Η ψήφιση διάταξης σε νόμο για την «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις», με την οποία απαγορεύονται οι χρησικτησίες εκκλησιαστικών ακινήτων στα Δωδεκάνησα, είχε διχάσει τους δικηγόρους της Ρόδου, που διαφώνησαν για την αναδρομικότητα ή μη του άρθρου 22 του νόμου 4301/2014 από το 1938.
Η επικρατούσα άποψη ήταν ότι ο νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ σε όλες τις εκκρεμούσες, πριν την ψήφιση του, δίκες, γεγονός όμως, που ανέτρεψε με την υπ’ αρίθμ. 1903/2017 απόφαση του το Γ’ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την υπ’ αρίθμ. 82/2018 απόφαση του ανατρέπει, με πλήρη αιτιολογία, τα μέχρι τώρα δεδομένα και καθιστά σαφές ότι ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Με την απόφαση του το δικαστήριο έκανε δεκτή αίτηση χρησικτησίας δύο κατοίκων Αρχαγγέλου, που εκπροσωπήθηκαν από τον δικηγόρο κ. Κ. Σαρή, σε ακίνητο εμβαδού 7.280 τ.μ. του Ιερού Ναού Ταξιαρχών Αρχαγγέλου.
Στο σκεπτικό της απόφασης, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Με το άρθρο 63 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου που κυρώθηκε με το με αριθμό 132/1929 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη και διατηρήθηκε σε ισχύ (ως τοπικό δίκαιο) και μετά της προσάρτηση της Δωδεκανήσου και την εισαγωγή σ’ αυτήν της Ελληνικής Νομοθεσίας με το άρθρο 8 § 2 ν. 510/1947 καθιερώνεται η έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με την δεκαπενταετή νομή, ενώ ως προς τα λοιπά στοιχεία αυτής, δηλ. τις προϋποθέσεις έναρξης διαδρομής και συμπλήρωσης της κτητικής αυτής παραγραφής παραπέμπει η διάταξη «εις τας αρχάς της Ιταλικής νομοθεσίας, της παραπομπής αυτής, νοούμενης ως γνησίως και κατά συνέπεια από της εισαγωγής στη Δωδεκάνησο του Α. Κ. εφαρμόζονται ως προς τις προϋποθέσεις (πλην του χρόνου) οι περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεις του Α.Κ ενώ με το άρθρο 2 του ν. 510/1947 που άρχισε να ισχύει από 30.12.1947 (§ 14 αυτού) εισήχθη στη Δωδεκάνησο η Ελληνική αστική νομοθεσία, όπως επίσης εισήχθη στη Δωδεκάνησο με το Β.Δ της 31.12.1948/10.1.1949 η ελληνική νομοθεσία περί απαράγραπτου των επί των ακινήτων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 1084 Α.Κ. Λαμβανομένου υπόψη ότι (α) στον Κτηματολογικό Κανονισμό δεν υπάρχει διάταξη για την προστασία της εκκλησιαστικής περιουσίας (β) η εκκλησιαστική κατάσταση στην Δωδεκάνησο και μετά την προσάρτηση συνέχισε κατ’ εξαίρεση να διέπεται από το ισχύον περιουσιακό καθεστώς που δεν εθίγη, δεν επεκτάθηκαν και δεν είχαν εφαρμογή μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 4301/2014 (ΦΕΚ Α’ 223/7- 10-2014) στη Δωδεκάνησο, όλες οι περί προστασίας των εκκλησιαστικών ακινήτων διατάξεις που ίσχυσαν στην λοιπή Ελλάδα, επ’ αυτών δε ισχύει η κτητική παραγραφή του αρ. 63 Κτημ. Κανονισμού, συμπληρουμένου, όπως προαναφέρθηκε από τις διατάξεις του Α.Κ.
Σύμφωνα με το αρ. 1054 Α.Κ. ανεπίδεκτα χρησικτησίας (τακτικής ή έκτακτης) είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα, τέτοια δε είναι, εκτός των άλλων, και σύμφωνα με το αρ. 966 Α.Κ. τα προορισμένα σε εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών.
Κατά συνέπεια στα εκκλησιαστικά ακίνητα στη Δωδεκάνησο εφόσον αυτά δεν είναι προορισμένα για την εξυπηρέτηση κάποιου θρησκευτικού σκοπού είναι δυνατή η κτητική παραγραφή κατ’ αρθρ. 63 του Κτ.Κανονισμού μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 4301/2014 (ΦΕΚ Α’ 223/7- 10-2014) στη Δωδεκάνησο.
Με τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 22 του ν. 4301/2014, ορίσθηκε ότι «Οι διατάξεις των άρθρων 4 και 23 του α.ν. 1539/1938, όπως ισχύει, έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των κτημάτων και εν γένει ακινήτων, που ανήκουν στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου των Ιερών Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου, των Ιερών Ναών και των Ιερών Μονών τους και στα υπαγόμενα σε αυτά εκκλησιαστικά ιδρύματα, Ιερά Προσκυνήματα και εκκλησιαστικά μουσεία».
Η διάταξη αυτή, αποκλείει πλέον με απόλυτη σαφήνεια τη χρησικτησία, ως πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητος, στα εκκλησιαστικά ακίνητα τα κείμενα στη Δωδεκάνησο και ποινικοποιεί την αυθαίρετη κατάληψη των εκκλησιαστικών ακινήτων, κατά τρόπο αντίστοιχο με τα δημόσια κτήματα και έρχεται εξάλλου, να επιβεβαιώσει την παγίως κρατούσα νομολογία των δικαστηρίων ότι στη Δωδεκάνησο επιτρεπόταν η χρησικτησία στα εκκλησιαστικά ακίνητα και στα ακίνητα των Ιερών Μονών.
Η παραπάνω διάταξη, είναι σαφές ότι ισχύει για το μέλλον και δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Τούτο δε, όχι μόνον διότι στη διάταξη του άρθρου 56 του ίδιου ως άνω νόμου (4301/2014) ορίζεται ότι «η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως», ενώ δεν υπάρχει καμία άλλη διάταξη από την οποία να συνάγεται αναδρομικότητα της, αλλά και διότι η διάταξη του άρθρου 4 του α.ν. 1539/1938 (ΦΕΚ Α’ 488/1938) που πλέον, μετά την ισχύ του νόμου 4301/2014,εφαρμόζεται ανάλογα και επί των εκκλησιαστικών ακινήτων, η οποία ορίζει ότι «Τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν. Παραγραφή δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου κτήματος αρξαμένη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν έχει, αν αύτη δεν συνεπληρώθη μέχρι τούδε κατά τους προϊσχύσαντας νόμους», δεν είχε αναδρομικότητα και σεβάστηκε την ήδη συμπληρωθείσα κτητική παραγραφή σε δημόσια κτήματα, κατά τους μέχρι τότε ισχύοντες νόμους.
Ακόμη όμως και στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία, ο νομοθέτης θα προσέδιδε στην προαναφερόμενη διάταξη αναδρομική ισχύ η σχετική διάταξη θα ήταν ανίσχυρη, ως αντικείμενη στις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του άρθρου 17 του Συντάγματος, δεδομένου ότι θα έθιγε εμπράγματα δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του νόμου, χωρίς αυτό να επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος».