Πλησιάζει η ώρα της αλήθειας για τις τράπεζες, καθώς στα μέσα Απριλίου οι διοικήσεις θα έχουν μια σαφή εικόνα για τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Σύμφωνα με τη διαδικασία, η διοίκηση κάθε τράπεζας θα ενημερωθεί για το αν προκύπτουν κεφαλαιακές ανάγκες για την τράπεζά τους και το χρονοδιάγραμμα κάλυψής τους, ώστε να προετοιμάσουν τη στρατηγική και το σχέδιο δράσης πριν από την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, η οποία αναμένεται στις αρχές Μαΐου.
Μεθαύριο, Μ. Τρίτη, οι συστημικές τράπεζες θα καταθέσουν και τα τελευταία στοιχεία στην ΕΚΤ, ολοκληρώνοντας τη διαδικασία υποβολής των απαραίτητων πληροφοριών στο πλαίσιο του stress test, του τρίτου που πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια. Αν και η ανησυχία για το ενδεχόμενο αρνητικών εκπλήξεων τις τελευταίες εβδομάδες έχει αναζωπυρωθεί, τα επιτελεία των τραπεζών παραμένουν ψύχραιμα και αισιόδοξα και η γενική εκτίμησή τους είναι ότι δεν θα υπάρξει αρνητικός αιφνιδιασμός της αγοράς. Σημειώνεται ότι οι μετοχές των συστημικών τραπεζών διαπραγματεύονται με πολύ μικρές αποτιμήσεις και σε τιμές αισθητά χαμηλότερες των τιμών που πραγματοποιήθηκε η ανακεφαλαιοποίηση του 2015, ενσωματώνοντας την ανησυχία των επενδυτών για το ενδεχόμενο αυξήσεων κεφαλαίων. Επιπλέον, από τις αρχές Φεβρουαρίου μέχρι σήμερα ο δείκτης των τραπεζών στο Χρηματιστήριο Αθηνών καταγράφει απώλειες άνω του 20%.
Οι περισσότεροι αναλυτές εμφανίζονται αισιόδοξοι και εκτιμούν ότι όλες οι συστημικές τράπεζες θα «περάσουν» το δυσμενές σενάριο της άσκησης (σύμφωνα με τους κανόνες, αν μια τράπεζα εμφανίσει μικρότερο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας από το κατώτερο όριο θα πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθεί άμεσα), ενώ θεωρούν ότι αν κάποια τράπεζα βρεθεί στο όριο και χρειαστεί να προχωρήσει σε αύξηση κεφαλαίου, αυτή θα είναι σχετικά μικρή και θα υπάρχει μεγάλο χρονικό περιθώριο για το πότε θα πραγματοποιηθεί. Στο πλαίσιο αυτό δεν αναμένεται να υπάρξει αναστάτωση στην αγορά.
Στο ίδιο πλαίσιο, συγκρατημένα αισιόδοξοι είναι και οι επιτελείς των τραπεζών, εκτιμώντας ότι το εφετινό stress test πραγματοποιείται με τις τράπεζες να βρίσκονται σε ισχυρότερο σημείο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Κατ’ αρχάς, οι τράπεζες διαθέτουν πολύ ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια. Με δείκτη βασικών κεφαλαίων (CET1) που κυμαίνεται από 15% μέχρι άνω του 18% (και έχοντας ενσωματώσει μέρος της επίπτωσης από τις επιπλέον προβλέψεις που πραγματοποίησαν οι τράπεζες, στο πλαίσιο της υιοθέτησης του νέου διεθνούς λογιστικού προτύπου IFRS9), έχουν πολύ μεγάλο περιθώριο μέχρι να βρεθούν στο… «κόκκινο». Υπενθυμίζεται ότι στο stress test του 2015, στο δυσμενές σενάριο ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας, ενσωματώνοντας τις αρνητικές προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας, των τιμών των ακινήτων κ.ά., δεν έπρεπε να υποχωρήσει κάτω του 5,5%.
Δεύτερον, οι μακροοικονομικές παραδοχές του stress test και στο δυσμενές σενάριο της άσκησης είναι σημαντικά ηπιότερες σε σχέση με το 2015. Το δυσμενές σενάριο περιλαμβάνει μείωση του ΑΕΠ στην τριετία 2018-2020 κατά 3,2%, ενώ το αντίστοιχο του 2015 προέβλεπε -6,8%. Ακόμα και στα ακίνητα όπου οι παραδοχές είναι αυστηρότερες, στην πραγματικότητα η εικόνα δεν είναι τόσο αρνητική για την Ελλάδα. Ο λόγος είναι ότι η ΕΚΤ έχει υιοθετήσει μια συντηρητική προσέγγιση για τα ακίνητα για όλη την Ευρώπη και οι τιμές των ακινήτων που περιλαμβάνονται στα δυσμενή σενάρια άλλων χωρών, είναι πιο αρνητικές σε σχέση με τις αντίστοιχες ελληνικές.
Για την Ελλάδα, το δυσμενές σενάριο του stress test προβλέπει πτώση των τιμών των ακινήτων κατά 16,6% στην τριετία 2018-2020, πέντε φορές μεγαλύτερη από την πρόβλεψη για την πορεία του ΑΕΠ (-3,2%).
Επιπλέον, το stress test του 2018, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, πραγματοποιείται με την οικονομία να βρίσκεται σε πορεία ανάκαμψης.
Στα 54,9 δισ. το απόθεμα προβλέψεων για τις συστημικές
Με επιπλέον προβλέψεις 5,7 δισ. ευρώ θωρακίστηκαν οι τράπεζες το 2017, αυξάνοντας το συνολικό απόθεμα των προβλέψεων για την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων στα 54,9 δισ. ευρώ!
Οι πρόσθετες προβλέψεις πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της υιοθέτησης του IFRS9 και σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, θα επιτρέψουν την επιτάχυνση και διεύρυνση των δράσεων για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες έχουν περιθώριο για περισσότερες κινήσεις, όπως πωλήσεις χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων ή αναδιαρθρώσεις προβληματικών δανείων, κάτι το οποίο θα τους επιτρέψει να πετύχουν μεγαλύτερη μείωση μη εξυπηρετούμενων δανείων σε σχέση με τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων (NPEs) στο τέλος Δεκεμβρίου 2017 διαμορφώθηκε στα 95,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση κατά 4,8% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (Σεπτεμβρίου 2017) και κατά 10% σε σχέση με το τέλος Δεκεμβρίου 2016. Η πτώση που σημειώθηκε το τελευταίο τρίμηνο είναι η υψηλότερη τριμηνιαία μείωση που έχει παρατηρηθεί από την αρχή της κρίσης. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, όπου τα NPEs είχαν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο, έχουν μειωθεί κατά 13 δισ. ευρώ ή 12%.
Ωστόσο, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η πρόοδος αυτή δεν είναι αρκετή και είτε τώρα, μέσω του stress test, είτε σε δεύτερο χρόνο οι τράπεζες θα υποχρεωθούν σε αυξήσεις κεφαλαίου, προκειμένου να επιλύσουν οριστικά το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι ίδιοι σημειώνουν ότι μόνον έτσι οι τράπεζες θα μπορέσουν να σταθούν γερά στα πόδια τους και να ασκήσουν τον ρόλο τους στην οικονομία, δηλαδή να παρέχουν πίστωση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σημειώνεται ότι το 2017, παρά την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε στο -0,9%.
Έντυπη