ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
– Αναίρεση υπέρ του νόμου. Μετατροπή ποινής κάθειρξης σε χρηματική ποινή. Δεν υπόκειται σε μετατροπή η ποινή κάθειρξης των πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή κάθειρξης, όταν η ποινή βάσης αυτής είναι η πενταετής κάθειρξη. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Κατά το άρθρο 51 παρ. 1 του ΠΚ: “1. Ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση, ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κράτηση.”. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 52 του ίδιου Κώδικα, δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη, με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 91 για την αόριστη κάθειρξη, ενώ, η διάρκεια της φυλάκισης, κατά την διάταξη του άρθρου 53 του ΠΚ, δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ούτε είναι μικρότερη από δέκα ημέρες. Επομένως, ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας πέντε ετών μπορεί να είναι είτε κάθειρξη είτε φυλάκιση. Οι ανωτέρω ποινές, μολονότι ισοϋψείς, διαφέρουν σαφώς από πλευράς βαρύτητας, όπως τούτο προκύπτει από τις συνέπειες, τις οποίες επιφέρει η επιβολή εκατέρας για τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο. Ειδικότερα, α) ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 60 ΠΚ, στις καταδίκες σε πρόσκαιρη κάθειρξη επιβάλλεται και πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για δυο έως δέκα έτη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 61 και 64 ΠΚ, επί καταδίκης σε φυλάκιση η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για χρονικό διάστημα ενός μέχρι πέντε ετών επιβάλλεται δυνητικώς και υπό προϋποθέσεις, β) κατά τη διάταξη του άρθρου 66 ΠΚ, η αποκατάσταση του καταδικασθέντος στα πολιτικά του δικαιώματα δύναται να λάβει χώρα, αν μεν αφορά κάθειρξη μετά πέντε έτη, αν δε αφορά φυλάκιση μετά τρία έτη από τότε που εκτίθηκε, χαρίστηκε ή παραγράφηκε η ποινή, γ) κατά τη διάταξη του άρθρου 105 ΠΚ, όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορούν να απολυθούν εφόσον έχουν εκτίσει προκειμένου για φυλάκιση τα δυο πέμπτα της ποινής τους και προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη τα τρία πέμπτα της ποινής τους και δ) κατά τις διατάξεις των άρθρων 114 στοιχ. β’ και γ’ και 115 του ΠΚ, οι επιβληθείσες αμετακλήτως ποινές, αν έμειναν ανεκτέλεστες, παραγράφονται, η μεν κάθειρξη μετά είκοσι έτη, η δε φυλάκιση μετά δέκα έτη και η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση έγινε αμετάκλητη.
– Κατά την διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1, 2 και 3 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΓ.1. εδάφια 1 και 2 του Ν. 4093/2012: “1. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δύο μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεω Ν. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφασή του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεω Ν. 2. Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο. 3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών”. Με την πρώτη παράγραφο της διάταξης αυτής, κατά την γραμματική της διατύπωση, ορίζεται το ύψος των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών, που μετατρέπονται σε χρηματικές κλιμακούμενο, από την μία ημέρα κράτησης ή φυλάκισης, μέχρι το ένα, τα δύο και, τελικώς, τα πέντε έτη. Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη της τρίτης παραγράφου του ίδιου, ως άνω, άρθρου, που καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού του ποσού της μετατροπής, σε χρηματικές, των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών της κράτησης και της φυλάκισης, χωρίς καμία πρόβλεψη για χρηματικά ποσά μετατροπής ποινών πενταετούς κάθειρξης, σαφώς προκύπτει ότι η τελευταία κατηγορία ποινών παραμένει εκτός του κανονιστικού της πλαισίου και, επομένως, δεν υπόκειται σε μετατροπή. Αποψη για εξομοίωση του ύψους της ενδεχόμενης μετατροπής της ποινής κάθειρξης με το προβλεπόμενο για την ποινή φυλάκισης αντίστοιχο ύψος είναι εκτός της νομοθετικής αυτής πρόβλεψης, η οποία, ασφαλώς, δεν μπορεί ν’ αποδοθεί σε αβλεψία ή παράλειψη του Νομοθέτη, του οποίου βούληση υπήρξε να μην επεκταθεί η δυνατότητα μετατροπής σε χρηματικές των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών, που επιβάλλονται για μείζονος απαξίας εγκλήματα, όπως η πενταετής κάθειρξη, και μάλιστα κατά τρόπο που οδηγεί στο άτοπο αποτέλεσμα, σε περίπτωση συρροής ποινών με ποινή βάσης αυτή της πενταετούς κάθειρξης, να μετατρέπονται πολυετείς καθείρξεις σε χρηματικές ποινές. Η θέση αυτή ενισχύεται τόσο από το ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 ΠΚ, το δικαστήριο διατάσσει υπό όρους την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του καταδικασθέντος, υπό την προϋπόθεση στον τελευταίο να έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη, αποκλείοντας την περίπτωση καταδίκης του σε κάθειρξη πέντε ετών, όσο και από την επισκόπηση της κατά καιρούς αυξομείωσης των ορίων μετατρεψιμότητας της ποινής στο προαναφερθέν άρθρο (82) του ΠΚ, τόσο κατά την αρχική του διατύπωση, όσο και στις μέχρι και σήμερα ισχύσασες τροποποιητικές του διατάξεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο 82 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ στην αρχική του μορφή όριζε ότι “το δικαστήριον επιβάλλον στερητικήν της ελευθερίας ποινήν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας, δύναται συγχρόνως ν’ αποφασίζει την μετατροπήν ταύτης”, στη συνέχεια δε η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε ως ακολούθως, ήτοι με το άρθρο 1 του ΝΔ 2493/1953 “το δικαστήριον, επιβάλλον στερητικήν της ελευθερίας ποινήν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας, οφείλει να αποφαίνηται…”, με το άρθρο 1 του ΝΔ 3555/1956 “το δικαστήριον, επιβάλλον στερητικήν της ελευθερίας ποινήν μη υπερβαίνουσαν το έτος, οφείλει…”, με το άρθρο 1 του ΑΝ 230/1967 “το δικαστήριον, επιβάλλον μόνον στερητικήν της ελευθερίας ποινήν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας, δύναται συγχρόνως…”, με το άρθρο 3 του ΝΔ 790/1970 “το δικαστήριον, επιβάλλον στερητικήν της ελευθερίας ποινήν μη υπερβαίνουσαν το έτος, αποφασίζει συγχρόνως…”, με το άρθρο 1 τουΝ. 1419/1984 “η στερητική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες μετατρέπεται… το δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής φυλάκισης που είναι ανώτερη από έξι μήνες, δεν υπερβαίνει όμως τους δεκαοκτώ μήνες, αποφασίζει συγχρόνως…”, με το άρθρο 2 τουΝ. 1914/1991 “η περιοριστική της ελευθερίας ποινή , που δεν υπερβαίνει το έτος μετατρέπεται… το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής φυλακίσεως, που είναι μεγαλύτερη από το έτος και δεν υπερβαίνει τα δυο έτη, αποφασίζει…”, με το άρθρο 13 τουΝ. 2721/1999 (άρθρο 82 παρ. 2 ΠΚ) “η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δυο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί…” και με το άρθρο 1 τουΝ. 3904/2010 “η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, μετατρέπεται… η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα δυο μετατρέπεται… η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δυο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία μετατρέπεται…” και τέλος με το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΙΓ.1. εδάφια 1 και 2 τουΝ. 4093/2012, με την οποία έλαβε τη σημερινή του διατύπωση. Από την απλή ανάγνωση των παραπάνω νομοθετημάτων, που τροποποίησαν τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 82 του ΠΚ προκύπτει ότι αφενός, από την έναρξη εφαρμογής του ΠΚ και μέχρι το έτος 2012, ο νόμος χρησιμοποιεί τον όρο “στερητική” ή “περιοριστική” της ελευθερίας ποινή και υποδηλώνει αποκλειστικά και μόνο “φυλάκιση” (ποινές μέχρι τρία έτη) και αφετέρου στα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, όπως αυτά διαμορφώθηκαν με τοΝ. 4093/2012 και ισχύουν σήμερα, χρησιμοποιείται ο όρος “περιοριστική” της ελευθερίας ποινή και υποδηλώνεται αποκλειστικά και μόνο “φυλάκιση”, αφού αναφέρονται σε ποινές μέχρι δύο έτη. Επομένως, στον όρο “περιοριστική της ελευθερίας ποινή” του άρθρου 82 παρ. 1 εδ. γ’ του ΠΚ, όταν η ποινή αυτή είναι (για ένα έγκλημα) πέντε έτη, δεν περιλαμβάνεται και αυτή της (πενταετούς) κάθειρξης. Δηλαδή, η μόνη μεταβολή, που επέφερε η προαναφερθείσα τελευταία διάταξη, ήταν η αύξηση του ορίου μετατροπής των ποινών φυλάκισης από τα τρία, στα πέντε έτη. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από το σκοπό τουΝ. 4093/2012 “Έγκριση Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 -Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής τουΝ. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής”, στην εισηγητική έκθεση του οποίου σημειώνεται: “Με τις περ. 1 έως 4 προβλέπεται η αύξηση του ορίου μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινώ Ν. Η εν λόγω αύξηση κρίνεται αναγκαία, καθώς συμβάλλει στη μείωση του ολοένα αυξανόμενου αριθμού του σωφρονιστικού πληθυσμού, ενώ παράλληλα υπηρετεί μια πιο σύγχρονη σωφρονιστική αντίληψη”. Από τη σκέψη, δηλαδή, αυτή, που αναφέρεται στην αποσυμφόρηση των φυλακών και τη σύγχρονη σωφρονιστική αντίληψη, ασφαλώς και δεν μπορεί να συναχθεί ότι σκοπός του Νομοθέτη ήταν η εισαγωγή της δυνατότητας μετατροπής σε χρηματική και της ποινής πενταετούς κάθειρξης με τα όσα άτοπα συνεπάγεται αυτή, σε περίπτωση συρροής τέτοιου είδους ποινών, όπως προαναφέρεται. Αν ο Νομοθέτης ήθελε, πράγματι, να επιφέρει μια τέτοιας ευρύτητας και σοβαρότητας ποιοτική μεταβολή στη δυνατότητα μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών, ώστε να συμπεριληφθεί εντός των ορίων της και η πενταετής κάθειρξη, δεν θα το όριζε με τρόπο έμμεσο και ερμηνευτικά συναγόμενο, αλλά με ρητή και σαφή κανονιστική επιταγή. Τούτο, άλλωστε, συνέβη με τις, μεταβατικές και περιορισμένης χρονικής ισχύος, ρυθμίσεις του άρθρου 16 παρ. 1 τουΝ. 3727/2008, που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 2 τουΝ. 3772/2009 και τροποποιήθηκε με το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 26 τουΝ. 3811/2009, με τις οποίες υπήρξε ρητή και σαφής πρόβλεψη της δυνατότητας μετατροπής και ποινών κάθειρξης των πέντε ετών, μάλιστα δε, κατά την Εισηγητική Έκθεση του τελευταίου εκ των ανωτέρω νόμου “…για τελευταία φορά – και για μία μόνο φορά…”, χωρίς, όμως, να θιγούν, κατά τούτο, οι ισχύουσες ρυθμίσεις του προαναφερθέντος άρθρου 82 του ΠΚ. Υπό την αντίθετη εκδοχή, δηλονότι της δυνατότητας μετατροπής της ποινής πενταετούς κάθειρξης, δεν θα υπήρχε λόγος της, μεταγενέστερης τουΝ. 4093/2012, εισαγωγής των ρυθμίσεων: α) του άρθρου 41 παρ. 3 τουΝ. 4264/2014 κατά τα οποίο, “το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται και στην περίπτωση μετατροπής ποινών φυλακίσεως από τρία έως και πέντε έτη που επιβλήθηκαν αμετάκλητα μέχρι τη δημοσίευση τουΝ. 4093/2012….” και β) του άρθρου 13 παρ. 1 του Ν. 4322/2015, κατά το οποίο ” παρ. 1.-Ανεκτέλεστες ποινές στερητικές της ελευθερίας που δεν υπερβαίνουν τα πέντε έτη και έχουν επιβληθεί με δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες κατέστησαν αμετάκλητες πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και δεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, μετατρέπονται σε χρηματικές ποινές…. Η μετατροπή αποκλείεται, αν η ποινή έχει περιληφθεί ή μπορεί να περιληφθεί σε συνολική ποινή κάθειρξης που εξακολουθεί να ισχύει. παρ. 2.-…Κατά τη μετατροπή των ποινών του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 8 του άρθρου 82 του ΠΚ”. Τούτο δε διότι, οι παραπάνω, μεταγενέστερες ρυθμίσεις δεν θα συνεπορεύοντο με αυτές του άρθρου 82 του ΠΚ, στην περίπτωση, που οι τελευταίες (άρθρου 82 ΠΚ), προέβλεπαν τη μετατροπή και της πενταετούς κάθειρξης. Τέλος, επιχείρημα υπέρ της εκδοχής της δυνατότητας μετατροπής σε χρηματική και της ποινής της πενταετούς κάθειρξης δεν μπορεί ν’ αντληθεί ούτε και από την προβλεπόμενη στο άρθρο 83 στοιχ. β’ και γ’ του ΠΚ ευχέρεια κατάγνωσης ποινής φυλάκισης (τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους, ανάλογα), σε περίπτωση κακουργηματικού χαρακτήρα αξιοποίνων πράξεων, υπό την προϋπόθεση της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση (ποινή φυλάκισης για κακουργηματική πράξη) προφανώς και μπορεί, κατ’ άρθρο 82 ΠΚ, να μετατραπεί η επιβληθείσα, ως άνω, ποινή, δοθέντος ότι δεν πρόκειται για κάθειρξη, εκτός εάν απαγορεύει τούτο ο νόμος, όπως στην παρ. 10 εδ. α’ του αμέσως ανωτέρω άρθρου, που ορίζει ότι “η μετατροπή κατά τις προηγούμενες παραγράφους αποκλείεται στις περιπτώσεις για κακούργημα εμπορίας ναρκωτικών”. Συνακόλουθα προς τα προεκτεθέντα, σύμφωνα τόσο με το γράμμα όσο και με το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 82 του ΠΚ, όπως αυτό ήδη ισχύει, μετά την τροποποίησή του από τα εδάφια 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου του Ν. 4093/2012, δεν υπόκειται σε μετατροπή η ποινή κάθειρξης των πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή κάθειρξης, όταν η ποινή βάσης αυτής είναι η πενταετής κάθειρξη.
– Τον κατ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγο αναίρεσης ιδρύουν η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εκ των οποίων η μεν πρώτη υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, η δε δεύτερη συντρέχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, πράγμα που συμβαίνει και όταν υπήγαγε τα περιστατικά σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στην περίπτωση.