– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 847, 850, 851 επ. ΑΚ και 328 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι από δίκη που έχει διεξαχθεί μεταξύ του δανειστή και είτε του πρωτοφειλέτη είτε του εγγυητή προκύπτει δεδικασμένο υπέρ του ετέρου μόνο επωφελές και μόνο αν η αγωγή του δανειστή απορρίφθηκε λόγω ανυπαρξίας του χρέους. Από αυτήν την περιορισμένη και συγκυριακή καθ’ υποκείμενο επέκταση του ευμενούς μόνο δεδικασμένου δεν έπεται ότι μεταξύ τους, δηλαδή μεταξύ πρωτοφειλέτου και εγγυητού υπάρχει γενικώς και εκ προοιμίου δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας υπό την έννοια του άρθρου 76 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (επέκταση της ισχύος της εκδιδομένης αποφάσεως και στους δύο). Αντίθετη εκδοχή, θα διεύρυνε κατ’ αποτέλεσμα το άρθρο 328 ΚΠολΔ και θα υπερέτεινε αδικαιολογήτως το γράμμα και τον σκοπό της διατάξεως του άρθρου 76 παρ.1 περ. β’ του ΚΠολΔ, θα ήταν δε και ασυμβίβαστη προς την κατά το ουσιαστικό δίκαιο αυτοτέλεια της άμυνας του καθενός (άρθρο 853 ΑΚ). Επί πλέον η απόλυτη αυτή άποψη θα κατέληγε συχνά σε διαδικαστικές δυσχέρειες και θα επέφερε εκ προοιμίου και γενικώς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και απαράδεκτα (ΑΠ1598/2000, ΑΠ 1223/1995). Εκ τούτων παρέπεται, ότι όταν ασκείται κοινή αγωγή παθητικώς κατά του πρωτοφειλέτου και του εγγυητού υφίσταται αναγκαία ομοδικία μεταξύ τους καθ’ ο μέρος αντικείμενο της δίκης ως προς τον καθένα είναι η ύπαρξη της κύριας οφειλής, όντας αδιάφορο αν η επέκταση του δεδικασμένου είναι περιορισμένη, εξαρτώμενη από την νίκη ή ήττα του διαδίκου, όπως στην περίπτωση κατά την οποία δημιουργείται μόνον επί της ανυπαρξίας του χρέους (ΑΠ764/2009). Αυτά δε εν όψει και του ότι ο Άρειος Πάγος, όταν ερευνά το παραδεκτό αιτήσεως αναιρέσεως, δεν μπορεί να κρίνει παρεμπιπτόντως το έννομο συμφέρον του απόντος ομοδίκου (ούτε όταν αυτός είναι αναγκαίος, και θεωρείται ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τους αναγκαίους ομοδίκους), να ασκήσει κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του ανακοπή ερημοδικίας όταν εξετάζει εάν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει τελεσιδικήσει (ΟλΑΠ15/2001, ΑΠ2146/2013).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848, 851 Α.Κ., 47 του ν.δ. της 17/7/13/8/1923 και 112 ΕΝ. Α.Κ. προκύπτει, ότι ο εγγυητής απαιτήσεως του δανειστή για την καταβολή από μέρους του οφειλέτη του καταλοίπου, που θα προκύψει από την λειτουργία συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό κατά το οριστικό κλείσιμο αυτού, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγυήσεως, ευθύνεται μέχρι του ποσού για το οποίο εγγυήθηκε. Δεν ευθύνεται για τα κονδύλια του λογαριασμού, τα οποία αναφέρονται σε άλλη μεταγενέστερη σύμβαση παροχής πιστώσεως προς τον πρωτοφειλέτη, την εκπλήρωση της οποίας αυτός δεν εγγυήθηκε, εκτός αν η μεταγενέστερη σύμβαση δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού υπολοίπου από την λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη δεν έλαβε μέρος (υπό την ιδιότητα του εγγυητή), στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρι όμως, του ποσού της πιστώσεως της αρχικής βασικής συμβάσεως, ή και των προσθέτων στην συνέχεια συμβάσεων, εφόσον και αυτές τις εγγυήθηκε, δηλαδή, αποδέχθηκε να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλύτερου, κάθε φορά, χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του πρωτοφειλέτη, που προέρχεται από τη λειτουργία της συμβάσεως.
– Σύμφωνα δε με την από την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 849 εδ. α’ ΑΚ, η οποία ορίζει ότι “η εγγύηση είναι άκυρη αν δεν δηλωθεί εγγράφως”, συνάγεται ότι η δήλωση του εγγυητή, με την οποία αυτός αναλαμβάνει υποχρεώσεις από την εγγύηση, πρέπει να είναι έγγραφη. Αντιθέτως, δεν χρειάζεται έγγραφο για τις συμφωνίες εκείνες μεταξύ εγγυητή και δανειστή, τις ανεξάρτητες ή μεταγενέστερες της εγγυήσεως, που καταλύουν ή περιορίζουν την ευθύνη του εγγυητή (ΑΠ1480/2012). Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη. Με ειδικό συμβατικό όρο, περιεχόμενο είτε στη σύμβαση εγγυήσεως, είτε σε μεταγενέστερη σύμβαση μεταξύ εγγυητή και δανειστή, μπορεί η έκταση των υποχρεώσεων του εγγυητή να περιοριστεί σε σύγκριση με την έκταση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη, πράγμα που συμβαίνει όπως όταν συμφωνηθεί ότι ο εγγυητής θα ευθύνεται μέχρι ενός ορισμένου ποσού. Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του εγγυητή συνιστά ένσταση καταλυτική, στο απέναντι αυτού δικαίωμα του δανειστή.