– Δικαίωμα παράστασης δικηγόρου. Παράσταση μη δικαιούμενου δικηγόρου σε δικαστήριο.
– Κατά τα άρθρα 1 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/ 27-9-2013) ο δικηγόρος είναι δημόσιος λειτουργός και συλλειτουργός της δικαιοσύνης, κατά δε το άρθρο 4 εδ. β’ του ιδίου νόμου την δικηγορική ιδιότητα αποκτά εκείνος για τον οποίο εκδίδεται απόφαση διορισμού από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
– Κατά το άρθρο 28 παρ. 5 του ως άνω Κώδικα, ο δικηγόρος που είναι διορισμένος στο Εφετείο δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές και δικονομικές πράξεις σε όλα τα Πρωτοδικεία και Εφετεία της χώρας, πολιτικά και διοικητικά, καθώς και σε όλα τα Ειρηνοδικεία. Στη περίπτωση παράστασης ενώπιον του Αρείου Πάγου απαιτείται να συμπαρίσταται με δικηγόρο που έχει το δικαίωμα παράστασης στα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας, κατά δε την παρ. 7 του ίδιου άρθρου 28 , ο Δικηγόρος που είναι διορισμένος στον Άρειο Πάγο δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, καθώς επίσης και σε όλα τα Πρωτοδικεία και Εφετεία, πολιτικά και διοικητικά και σε όλα τα Ειρηνοδικεία της χώρας.
– Ο δικηγόρος, ως δημόσιος λειτουργός, έχει το δικαίωμα να εξασκεί το λειτούργημα του, μόνο στο Δικαστήριο, όπου είναι διορισμένος και σε όλα τα Δικαστήρια της περιοχής του Δικηγορικού Συλλόγου όπου είναι εγγεγραμμένος αλλά και σε οποιοδήποτε Δικαστήριο της Χώρας ήδη και χωρίς τη σύμπραξη και τοπικού δικηγόρου (Ν. 3919/2011). Σε ανώτερο Δικαστήριο από αυτό που είναι διορισμένος, δεν μπορεί να παρασταθεί μόνος ούτε για δική του προσωπική υπόθεση, η παράσταση δε μη δικαιούμενου δικηγόρου σε αυτό/καθιστά τον διάδικο για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε, δικονομικώς απόντα (ΑΠ 407/2017).