– Υπερημερία εργοδότη. Υποχρέωση καταβολής στο μισθωτό των απολαβών του κατά τη διάρκεια της υπερημερίας. Και σε περίπτωση άκυρης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου – όχι εκ των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού- τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς κα επιδόματα δώρα εορτών.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 656 του ΑΚ ο εργοδότης έχει υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να καταβάλει στο μισθωτό όλες τις απολαβές που θα έπρεπε να του καταβάλλει κατά το ίδιο διάστημα σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία διατροφικές του ανάγκες. Ο δε ενάγων συμμετείχε στην διαδικασία παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων με την ιδιότητα του εργάτη στην αποθήκη υλικών συσκευασίας, αποθηκεύοντας τα κενά κύπελλα γιαουρτιού σε χαρτοκιβώτια, πριν αυτά χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή από άλλους εργαζόμενους και συνεπώς υπήρχε κίνδυνος μετάδοσης νοσημάτων.
– Σύμφωνα με την ΑΙΒ/8577/1983 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β’ 526/8.9.1983) η οποία εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του ΑΝ 2520/1940 άρθρο 1 παρ. 1 και άρθρο 2 “Υγειονομικός έλεγχος είναι η Λεπτομερής εξέταση από τις αρμόδιες Υγειονομικές Υπηρεσίες των τροφίμων γενικής ή φυτικής προελεύσεως και των ποτών, καθώς και των χώρων και των εγκαταστάσεων, που παρουσιάζουν υγειονομικό ενδιαφέρον, όπως αναλυτικά περιγράφονται στο άρθρο 2, για να διαπιστωθούν τυχόν δυσμενείς επιδράσεις στη δημόσια Υγεία και το περιβάλλον γενικότερα. Σκοπός του Υγειονομικού ελέγχου είναι η προστασία Δημόσιας Υγείας.
– Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 της ίδιας αποφάσεως Α1Β/8577/1983, όπως αντικαταστάθηκε ήδη από 11-11-1992 με την 8405/29-10-1992 απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665Β7 11-11-92),” Όσοι ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή βοηθοί αυτών, ή απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντας, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του, πέρασε από ιατρική εξέταση και δεν βρέθηκε να πάσχει από μεταδοτικό ή άλλο νόσημα μη συμβατό με την απασχόληση του (παρ. 1). Το ανωτέρω βιβλιάριο Υγείας εκδίδεται από την οικεία Υγειονομική Υπηρεσία (παρ. 2). Για την απόκτηση του οι εργαζόμενοι σε καταστήματα ή εργαστήρια ή εργοστάσια υγειονομικού ενδιαφέροντος υποβάλλονται υποχρεωτικά σε ιατρική κλινική εξέταση… (παρ. 4). Το βιβλιάριο Υγείας θεωρείται αφού συμπληρωθούν πέντε έτη από την ημερομηνία εκδόσεως του ή της τελευταίας θεωρήσεως του (παρ. 8). Η αρμόδια Υγειονομική Υπηρεσία τηρεί Ειδικό Μητρώο κατόχων βιβλιαρίων Υγείας στο οποίο καταχωρούνται πλην των άλλων απαραιτήτων στοιχείων και οι ημερομηνίες εκδόσεως και θεωρήσεως των βιβλιαρίων (παρ. 7). Το βιβλιάριο Υγείας κρατείται ενημερωμένο από τον κάτοχο και επιδεικνύεται, όταν ζητείται στα αρμόδια Όργανα Υγειονομικού και στη Διεύθυνση της επιχείρησης που απασχολείται ο εργαζόμενος (παρ. 10)”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 3, 174, 180 του ΑΚ, συνάγεται ότι: 1) η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας ή η μη θεώρηση του επιφέρει ακυρότητα της συμβάσεως εργασίας των εργαζομένων, 2) με βιβλιάρια υγείας πρέπει να είναι εφοδιασμένοι και οι απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση σε επιχειρήσεις υγειονομικού “ενδιαφέροντος και όχι μόνον οι εργαζόμενοι σ’ αυτές με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και 3) με τα βιβλιάρια αυτά πρέπει να εφοδιάζονται όσοι ασκούν περαιτέρω από την ίδια διάταξη σαφώς προκύπτει ότι προϋπόθεση της άσκησης των αξιώσεων του μισθωτού, που πηγάζουν από την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι η εγκυρότητα της τελευταίας, διότι σε περίπτωση άκυρης σύμβασης ο εργοδότης, αν παύσει να αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού, δεν καθίσταται υπερήμερος και δεν υποχρεούται να καταβάλει μισθούς υπερημερίας.
– Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, του άρθρου 1 παρ. 2 της 19040/1981 Απόφασης Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, του άρθρου 1 παρ. 1 και του -άρθρου 2 του ΑΝ 539/1945, του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και του άρθρου μόνου του Ν. 133/1956 που κύρωσε την από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, προκύπτει ότι επιδόματα (δώρα) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, άδεια, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου όχι μόνον οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση (εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας. Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από το περιεχόμενο όλων αυτών των διατάξεων, που σε κανένα τους σημείο δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζόμενους, αλλά και από το ότι αντιθέτως στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, του άρθρου 1 παρ. 2 της 19040/1981 Απόφασης Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, και του άρθρου 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή εργασιακή σχέση.
– Και σε περίπτωση άκυρης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου – όχι εκ των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού- τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς κα επιδόματα δώρα εορτών.