– Ασφαλιστικά μέτρα. Δικαστική μεσεγγύηση. Κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων.
– Κατά το άρθρο 725 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο τη δικαστική μεσεγγύηση κινητών ή ακινήτων ή ομάδας πραγμάτων ή επιχείρησης αν υπάρχει διαφορά σχετική με την κυριότητα, τη νομή ή αν κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου μπορεί να ζητηθεί μεσεγγύηση. (ΑΠ 1653/2008). Τέτοια διαφορά δημιουργείται πλην άλλων και στην περίπτωση που διεκδικείται ακίνητο που μεταβιβάσθηκε με καταδολιευτική δικαιοπραξία (ΑΠ 250/2009, ΑΠ 1495/2009). Υπό τον όρο δικαστική μεσεγγύηση νοείται η παράδοση σε κάποιον, καλούμενο μεσεγγυούχο, δυνάμει δικαστικής απόφασης, του εριζόμενου πράγματος, κινητού ή ακινήτου κ.λ.π., για την εξασφάλιση των επ’ αυτού δικαιωμάτων ενός ή περισσοτέρων προσώπων, τα οποία (δικαιώματα) αμφισβητούνται ή είναι αβέβαια, ο μεσεγγυούχος δε υποχρεούται να αποδώσει αυτούσιο το πράγμα, μόνο μετά από δικαστική απόφαση. (ΑΠ 1306/2006, ΑΠ 1653/2008). Αν τα πράγματα είναι κατά νόμο δεκτικά καταθέσεως το δικαστήριο δεν διορίζει μεσεγγυούχο αλλά διατάζει τη δημόσια κατάθεσή τους στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η ιδιότητα του Ταμείου ως δημοσίας αρχής και ειδικότερα ως ΝΠΔΔ (ΠΔ 471/1980) δεν μεταβάλλει τη σχέση της δημοσίας καταθέσεως ως συμβάσεως παρακαταθήκης του κοινού δικαίου διεπομένης από τις περί αυτής (822-832 ΑΚ) και της δημοσίας καταθέσεως (427 – 433ΑΚ) διατάξεις του ΑΚ και της νομοθεσίας περί του ΤΠΔ (ΑΠ 669/1992). Επί της συμβατικής καθώς και επί της δικαστικής μεσεγγυήσεως η απόδοση του πράγματος οφείλεται μόνον σε εκείνον από τους περισσοτέρους ενδιαφερομένους, στον οποίο το πράγμα περιέρχεται όταν αρθεί η αμφισβήτηση ή η αβεβαιότητα, που θα αναγνωρισθεί ως δικαιούχος είτε με συμφωνία των μερών είτε μετά τελεσίδικη ή ανέκκλητη δικαστική απόφαση που τέμνει τη διαφορά, η οποία προκάλεσε τον διορισμό μεσεγγυούχου, εκ των πλειόνων δε ενδιαφερομένων διατάσσεται η απόδοση σ’ εκείνον που αναγνωρίστηκε με την απόφαση ως δικαιούχος. Η απόδοση του πράγματος δεν μπορεί να γίνει προτού αρθεί η αμφισβήτηση των δικαιωμάτων των περισσοτέρων ενδιαφερομένων επί του πράγματος. Περαιτέρω, απόφαση ασφαλιστικών μέτρων έχει, κατά το άρθρ. 695 ΚΠολΔ, προσωρινή ισχύ και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση, δηλαδή τα ασφαλιστικά μέτρα, ως μορφή προσωρινής δικαστικής, προστασίας που αποσκοπούν στην διασφάλιση των εριζόμενων δικαιωμάτων των διαδίκων μέχρι την οριστική κρίση της διαφοράς τους ή τη ρύθμιση μέχρι τότε μιας κατάστασης προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου ή λόγω συνδρομής επείγουσας περίπτωσης (άρθρ. 682 ΚΠολΔ), έχουν παρεπόμενο χαρακτήρα και συνδέονται τελολογικά με την κύρια διαγνωστική δίκη και κατ’ επέκταση με το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα. Ωστόσο η απόφαση ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί γνήσια εκδήλωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, αφού η κρίση της είναι αυθεντική και συνεπώς δεσμευτική για το αντικείμενο της δίκης, δηλαδή ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας και αναλόγως ως προς τα ληπτέα ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία διαπλάσσονται προσωρινά οι ουσιαστικές σχέσεις των διαδίκων. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση το ασφαλιστέο ουσιαστικό δικαίωμα δεν είναι αντικείμενο της δίκης των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά απλό προδικαστικό ζήτημα, που εξετάζεται παρεμπιπτόντως για να θεμελιωθεί στη συνέχεια με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 682 ΚΠολΔ το συνταγματικά κατοχυρωμένο δημόσιο δικαίωμα προσωρινής δικαστικής προστασίας (αρθρ. 20 παρ. 1 Συντ.). Η απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα έχει μεν προσωρινή ισχύ με την έννοια ότι δεσμεύει και μπορεί να εκτελεστεί ενόσω δεν έχει καταλυθεί, όμως και μετά την κατάλυσή της καλύπτει μόνιμα με τον μανδύα της νομιμότητας τη διάπλαση που πραγματοποιήθηκε σε συμμόρφωση μ’ αυτή, αφού κατά την κρατούσα γνώμη η κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, επειδή ακριβώς δεν είναι αποτέλεσμα ένδικου μέσου (παρά μόνο στην περίπτωση του άρθρ. 734 παρ. 3 ΚΠολΔ), δεν θίγει την αρχική νομιμότητα των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά την νομιμότητα της διατήρησής τους και συνεπώς δεν οδηγεί σε αναδρομική άρση των συνεπειών τους. Έτσι η κατάλυση γενικώς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, μόνον κατ’ εξαίρεση έχει αναδρομικά αποτελέσματα, δηλαδή αν αφορά προσημείωση υποθήκης (άρθρ. 1277 σε συνδυασμό με άρθρ. 1331 και 1280 εδ. β ΑΚ) ή στην περίπτωση του άρθρ. 730 παρ. 2 ΚΠολΔ και βέβαια όταν πρόκειται για απόφαση προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής που εξαφανίσθηκε ύστερα από έφεση. Αντίστοιχα, δεν ανατρέπεται αναδρομικά, αλλά μόνον για το μέλλον και το δεδικασμένο, που απορρέει από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και καλύπτει αυθεντικά το αντικείμενο της σχετικής δίκης. Με την ειδικότερη αυτή έννοια η προσωρινή ισχύς της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων χαρακτηρίζει ως προσωρινό και το δεδικασμένο της, το οποίο πάντως κάμπτεται έμμεσα όταν εκτοπισθεί από το δεδικασμένο της απόφασης για την κύρια δίκη. Ως κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων νοούνται συστηματικά οι περιπτώσεις της αυτοδίκαιης αποδυνάμωσής της κατά τα άρθρα 693 παρ. 2, 715 παρ. 5, 727, 729 παρ. 5, 730 παρ. 1 ΚΠολΔ και της ανάκλησης ή μεταρρύθμισής της με δικαστική απόφαση κατά το άρθρ. 696-698, 702 παρ. 2εδ. β ΚΠολΔ, όπως επίσης και η εξαφάνιση ειδικά της απόφασης προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής ύστερα από έφεση κατά το άρθρ. 734 παρ. 3 ΚΠολΔ, ενώ υπό ευρεία έννοια κατάλυση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων συνιστά και η ανάλωσή της κατά το περιεχόμενό της με εκούσια προς αυτή συμμόρφωση, αναγκαστική εκτέλεσή της ή και εκ των πραγμάτων (ΑΠ 75/2014).