– Αναγκαστική εκτέλεση. Ανακοπή ΚΕΔΕ.
– Στη δίκη, που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 ΝΔ 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων” σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ (η οποία μπορεί να ασκείται και κατά του νομίμου τίτλου, όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης) ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθού (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και γι’ αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ, νόμιμο τίτλο προς εκτέλεση για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελεί: α) η νόμιμη βεβαίωση, που εκδίδεται από τις αρμόδιες Αρχές στο Δημόσιο Ταμείο (Δ.Ο.Υ.) για τον προσδιορισμό του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία οφείλεται, ανεξάρτητα από το αν αυτό οφείλεται ευθέως από το νόμο ή από σύμβαση, β) η οφειλή, που αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα και γ) η πιθανολογούμενη κατά την έννοια του άρθρου 347 ΚΠολΔ οφειλή. Επίσης, νόμιμο τίτλο αποτελεί και η πράξη καταλογισμού (ταμειακή βεβαίωση) χρηματικού ποσού σε βάρος του διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, απ’ αυτόν δε (τον τίτλο), με την συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βέβαιη και εκκαθαρισμένη η απαίτηση, της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής νομική και πραγματική αιτία της οφειλής, έτσι ώστε σε περίπτωση αμφισβήτησης αυτού από τον οφειλέτη να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση το νόμιμο τίτλο είναι δυνατό να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί α) διαγνωστική δίκη για την απαίτηση και β) έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής (Τράπεζα), προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση για την εξόφληση του τραπεζικού δανείου και στη θέση του οποίου το Δημόσιο υποκαταστάθηκε λόγω μη εξόφλησης του δανείου από τον οφειλέτη (ΑΠ434/2015, ΑΠ1898/2014, ΑΠ2284/2009). Περαιτέρω, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, που εκδίδει κατά το άρθρο 4 παρ. 1 ΚΕΔΕ η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή, μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ, στην ακύρωση της αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 του ΚΕΔΕ σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο αν κηρυχθεί η ακυρότητα της ατομικής ειδοποιήσεως, εν όψει, ιδίως, της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη (ΣτΕ 3214/1999). Βλάβη με την ανωτέρω έννοια τελικά δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται με τα αναγκαία δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που αυτά γνωστοποιούνται στον οφειλέτη με οποιοδήποτε τρόπο με ή χωρίς αίτησή του αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους κατά της οφειλής ισχυρισμούς του (ΑΠ392/2017, ΑΠ1247/2015).