Διαφυγόν κέρδος. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
– Όπως ορίζει το εδάφιο β’ του άρθρου 298 ΑΚ, ως διαφυγόν κέρδος “λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί”. Για τη διαμόρφωση επομένως της αποδεικτικής κρίσεως του δικαστή, ως προς την επέλευση και το ύψος της εν λόγω ζημίας στο μέλλον, ο νόμος αρκείται σε πιθανολόγηση και δεν απαιτεί πλήρη απόδειξη. Ως εκ τούτου η ανωτέρω διάταξη έχει μικτό χαρακτήρα, δηλαδή είναι ουσιαστική ως προς τον καθορισμό απ’ αυτή των παραγωγικών της εν λόγω αξιώσεως στοιχείων και δικονομική ως προς την επάρκεια της πιθανολογήσεως του διαφυγόντος κέρδους. Κατά συνέπεια, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί της υπάρξεως ή μη πιθανότητας επελεύσεως της μελλοντικής ζημίας, ως αναγόμενη στην εκτίμηση της εξελίξεως πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Ελέγχεται όμως αναιρετικά (κατά περίπτωση με το λόγο από τον αριθμό 1 ή 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) η δικαστική κρίση ως προς την ύπαρξη ή μη των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη γένεση της σχετικής αξιώσεως, δηλαδή για τη συγκεκριμενοποίηση της αόριστης νομικής έννοιας του διαφυγόντος κέρδους μεταξύ των οποίων και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονότος.