– Δικαστική συμπαράσταση. Διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη με προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου.
– Με τα άρθρα 1666 έως 1668 ΑΚ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996 και ισχύουν από 20-12-1996, εισήχθη ο θεσμός της δικαστικής συμπαραστάσεως, με τον οποίο διώκεται η ενοποίηση των θεσμών της δικαστικής απαγορεύσεως και της δικαστικής αντιλήψεως του προϊσχύσαντος δικαίου, ώστε να παρέχεται στο δικαστήριο η ευχέρεια επιλογών ανάλογα με τις περιστάσεις, τις συνθήκες και τα ατομικά χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως και να αντιμετωπίζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα πρόσωπα που έχουν σοβαρά ψυχοδιανοητικά ή σωματικά προβλήματα ή χαρακτηρολογικές ανωμαλίες (παρεκκλίσεις).
– Σύμφωνα με το άρθρο 1667 παρ. 1 ΑΚ, η εισαγωγή της υποθέσεως για συζήτηση γίνεται μόνο μετά την υποβολή αιτήσεως από πρόσωπο που νομιμοποιείται, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο σύζυγος, τα τέκνα και οι γονείς του πάσχοντος ή ο εισαγγελέας.
– Σύμφωνα με το άρθρο 1681 ΑΚ, τα αποτελέσματα της δικαστικής συμπαραστάσεως αρχίζουν αφότου δημοσιευθεί η σχετική απόφαση, για την έναρξη όμως του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται τελεσιδικία της αποφάσεως που τον διορίζει, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 1672 ΑΚ, ο διαχωρισμός μεταξύ του χρόνου ενάρξεως των αποτελεσμάτων της δικαστικής συμπαραστάσεως και του χρόνου ενάρξεως του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη έχει ως συνέπεια τον υποχρεωτικό διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη για το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, ο διορισμός δε αυτός μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια αίτηση. Εξάλλου, κατά το ίδιο άρθρο, η εξουσία του προσωρινού συμπαραστάτη περιλαμβάνει τη λήψη κάθε ασφαλιστικού μέτρου που είναι απαραίτητο για να αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος για το πρόσωπο ή την περιουσία του συμπαραστατέου. Ο όρος “ασφαλιστικό” δεν χρησιμοποιείται με την τεχνική – δικονομική έννοια, αλλά περιλαμβάνει κάθε μέτρο υλικής ή νομικής φύσεως απαραίτητο για την “εξασφάλιση” του προσώπου ή της περιουσίας του συμπαραστατέου από σοβαρό κίνδυνο. Το ίδιο υποστηριζόταν και στο προηγούμενο δίκαιο κατά την ερμηνεία του αντίστοιχου άρθρου 1692 ΑΚ, που έκανε λόγο για “συντηρητικό μέτρο”, τόσο δε η θεωρία όσο και η νομολογία δέχονταν ότι ο όρος αυτός έπρεπε να ληφθεί όχι με τη στενή δικονομική σημασία του αλλά με την ευρύτερη έννοια του εκάστοτε αναγκαίου (και κατεπείγοντος) μέτρου για τη συντήρηση του προσώπου και της περιουσίας του πάσχοντος, ακόμη και αν αυτό δεν ενέπιπτε στη στενή δικονομική έννοια του συντηρητικού μέτρου. Κατά συνέπεια, η εξουσία του προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη είναι ουσιωδώς περιορισμένη σε σχέση με την αντίστοιχη του οριστικού και περιλαμβάνει μόνο τις απολύτως απαραίτητες πράξεις, η διενέργεια των οποίων είναι επιβεβλημένη. Ως τέτοιες είναι δυνατόν ενδεικτικά να θεωρηθούν η νοσηλεία του συμπαραστατέου, η εκποίηση εύθραυστων πραγμάτων, η επισκευή βλαβών, πράξεις κατεπείγουσες προς διακοπή της παραγραφής, η πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών κλπ.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 805 παρ. 2 ΚΠολΔ, προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να διορισθεί και με προσωρινή διαταγή του δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 781 ΚΠολΔ. Η προσωρινή διαταγή είναι και αυτή δικαστική απόφαση, αφού περιέχει συγκεκριμένη δικαστική επιταγή, που εκδίδεται από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, κατόπιν συνοπτικής διαδικασίας και διαγνώσεως των λόγων που την δικαιολογούν και εκτελείται κατά την προβλεπόμενη ειδική διαδικασία, λόγω της φύσεώς της.