Η αρχική πολιτειακή οργάνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας – Τα πρώτα σώματα των γενίτσαρων – Πώς γινόταν η στρατολογία τους – Ακμή, παρακμή και διάλυση
Οι σχέσεις μας με την γείτονα Τουρκία, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη τον τελευταίο καιρό. Οι παράνομες και απαράδεκτες ενέργειες και δηλώσεις των πολιτικών της Τουρκίας, ανεβάζουν επικίνδυνα το θερμόμετρο στο Αιγαίο και όχι μόνο…
Συχνά πυκνά οι Τούρκοι αξιωματούχοι κάνουν αναφορές στο παρελθόν μιλώντας για την οθωμανική αυτοκρατορία. Ίσως μάλιστα κάποιοι από αυτούς να οραματίζονται την ανασύστασή της. Μπορούν βέβαια άφοβα να συνεχίσουν να το κάνουν, άλλωστε κανένας δεν πέθανε από ψευδαισθήσεις και όνειρα…
Στο σημερινό μας άρθρο, θα αναφερθούμε στην πολιτειακή οργάνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της, αλλά, κυρίως, στους γενίτσαρους οι οποίοι έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην εδαφική της εξάπλωση.
Η αρχική οργάνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας
Η πρώτη οργάνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, βασιζόταν στο σύστημα της στρατιωτικής φεουδαρχίας.
Ο Ερτο(υ)γρούλ, αρχηγός τουρκικής πατριάς, μετά από πολλές περιπλανήσεις για ανεύρεση χώρου εγκατάστασης, έφτασε μέσω Περσίας και Μικράς Ασίας στις χώρες όπου είχαν εγκατασταθεί οι Σελτζούκοι (ορθότερο Σελτσούκοι) Τούρκοι. Αυτοί, αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Περσία και έπειτα στη Μικρά Ασία, με πρώτη πρωτεύουσα τη Νίκαια και, αργότερα, οριστική το Ικόνιο. Επρόκειτο για περιοχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και γι’ αυτό το λόγο οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αναφέρονται από τουρκικές πηγές ως “Ρουμ Σελτσούκ”. (Ρωμαίοι Σελτσούκοι). Το τουρκικό αυτό κράτος, διατηρήθηκε ως τον 14ο αιώνα.
Όπως γράφει ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος: “Η τοιαύτη φεουδαρχική οργάνωσις είχε προϋπάρξει εις την εν Περσία μεγάλην σελτσουκικήν αυτοκρατορίαν, της οποίας οι τίτλοι των δημοσίων λειτουργημάτων ήσαν αραβικού και περσικοί”.
Οι Τούρκοι του Ερτο(υ)γρούλ και, στη συνέχεια, του γιου του Οσμάν ή Οθμάν (απ’ όπου και το εθνικό όνομα Οθωμανοί), ήταν αρχικά υποτελείς στους Σελτζούκους σουλτάνους, οι οποίοι είχαν ως έδρα το Ικόνιο. Ως αναγνώριση των πολεμικών υπηρεσιών που πρόσφερε ο Ερτο(υ)γρούλ, του παραχώρησε σαν φέουδο, εδάφη που βρισκόταν στα βορειοανατολικά σύνορα του κράτους του, ακριβώς στη βυζαντινή μεθόριο. Τα εδάφη αυτά ήταν η περιοχή που οι βυζαντινοί ιστορικοί ονομάζουν Μελάγγειαν, οι δε Τούρκοι Καρατζά – νταγ (Μαύρο Όρος), στον ποταμό Θύμβρο των βυζαντινών, γνωστό ως Πουρσάκ στους Τούρκους παραπόταμο του Σαγγάριου.
Ο Οσμάν εφάρμοσε το φεουδαρχικό σύστημα όταν επέκτεινε το κράτος του σε εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας και κυρίως μετά την κατάληψη της Προύσας το 1326, οπότε και παρουσιάστηκε η ανάγκη μιας συστηματικότερης οργάνωσης. Τότε η χώρα διαιρέθηκε σε δύο στρατιωτικές περιφέρειες.
Σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό Χαϊρουλάχ εφέντη, ο οποίος έγραψε ιστορία της Τουρκίας το 1618, ο πληθυσμός της χώρας του Οσμάν τότε ήταν περίπου 300.000.
Μαζί με την πρώτη αυτή διοικητική διαίρεση, εξελίχθηκαν και οι διοικητικοί – στρατιωτικοί θεσμοί της παλαιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αυτοί βασίζονταν στο Κοράνιο και τα συγγράμματα των τεσσάρων πρώτων ιμάμηδων της μουσουλμανικής θρησκείας. Αργότερα, προστέθηκε η στρατιωτική και πολιτική νομοθεσία, γνωστή με το όνομα “ουρφί”, η οποία ήρθε να καλύψει τα κενά. Πάντως σε καμία περίπτωση αυτές οι συμπληρωματικές διατάξεις που ονομάστηκαν “κανούν” (από την ελληνική λέξη κανών, κανόνας), δεν έπρεπε να αντιβαίνουν στους ιερούς νόμους. Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν στη νομική ορολογία της Τουρκίας ως σήμερα, με τη γενική σημασία “νομός”. Από τη λέξη κανούν, προέρχεται η λέξη “κανου(ν)ναμέ”, (=κώδικας, συλλογή νόμων).
Οι πρώτες οθωμανικές πολιτειακές διατάξεις, θεσπίσθηκαν στα χρόνια του Ορχάν, γιου του Οσμάν και οφείλονται στον μεγαλύτερο αδελφό του Αλαεδδίν ,ο οποίος μετά την κατάληψη της Νικομήδειας το 1326, πρότεινε στον αδερφό του τα πρώτα διοικητικά μέτρα και συγκεκριμένα την καθιέρωση νομίσματος με το όνομά του, την καθιέρωση στολών για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και τη στρατιωτική οργάνωση.
Οι γενίτσαροι – Το ξεκίνημα του θεσμού – Οι πρώτοι αιώνες
Στους γενίτσαρους, οι οποίοι είχαν τεράστια συμβολή στην επέκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έχουμε αναφερθεί ακροθιγώς και σε παλαιότερο άρθρο μας για το παιδομάζωμα.
Θα αναφερθούμε τώρα όμως εκτενέστερα και αντλώντας στοιχεία από ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 1960 και είναι πλέον εκτός κυκλοφορίας και ιδιαίτερα δυσεύρετο. Πρόκειται για το βιβλίο του Νικηφόρου Μοσχόπουλου “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους εν αντιπαραβολή και προς τους Έλληνες ιστορικούς”.
Σ’ αυτό, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία από το βιβλίο του A. Djebad bay, “Etat militair Ottoman depuis la foundation de l’ empire jusdu’ a nos jours” (1882). Το βιβλίο αυτό , περιλαμβάνει στοιχεία από 50 Τούρκους ιστορικούς, αλλά και ξένους, όπως ο Ιταλός κόμης Luigi Ferdinando Marsigli, συγγραφέας του έργου “Stato militare del l’ impero Ottomano” (1732).
Επίσης, ο Djebad bay, συνταγματάρχης, κατόπιν επιτελάρχης του στρατού Κρήτης και τελικά μεγάλος Βεζίρης, ερεύνησε τουρκικά αρχεία και μητρώα, φέρνοντας στην επιφάνεια άγνωστες πληροφορίες.
Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο, το παιδομάζωμα ξεκίνησε το 1227. Τα παιδιά που πάρθηκαν με τη βία, έγιναν σωματοφύλακες του σουλτάνου.
Με πιο οργανωμένη μορφή όμως, φαίνεται ότι το παιδομάζωμα για την επάνδρωση του σώματος των γενίτσαρων, ξεκίνησε πολύ αργότερα.
Το 1327, ο σουλτάνος Ορχάν με εισήγηση του βεζίρη Καρά Χαλίλ Τσεντερλί, αποφάσισε να συγκροτήσει τακτικό στρατό για την αναμέτρησή του με τους Βυζαντινούς. Τα άτακτα και απείθαρχα σώματα των γιαγιά και των πιαντέ, είχαν αντιδράσει στην ανακήρυξη του Ορχάν ως διαδόχου του Οσμάν και ήταν απαραίτητη η ίδρυση ενός αφοσιωμένου στον σουλτάνο σώματος.
Το νέο αυτό σώμα που ονομάστηκε yeni-ceri (=νέος στρατός), συγκροτήθηκε στην πρώτη περίοδο της ιστορίας του από έφηβους Χριστιανούς αιχμαλώτους. Το θρησκευτικό έρεισμα για την ίδρυση του σώματος αυτού, προερχόταν από διάταξη του Κορανίου σύμφωνα με την οποία το 1/5 από τις λείες του πολέμου, ανήκε στον χαλίφη.
Όμως σταδιακά, ο περιορισμός του αριθμού των αιχμαλώτων οδήγησε στην επάνδρωση του σώματος των γενίτσαρων με υποχρεωτική στρατολογία νεαρών χριστιανών. Αυτό έγινε για πρώτη φορά, πιθανότατα στους χρόνους του Μουράτ Β’ (1360-1383). Η ακριβής χρονολογία κατά την οποία ξεκίνησε αυτό πάντως είναι αβέβαια. Σε άλλες πηγές διαβάζουμε ότι τεκμηριωμένα, άρχισε το 1430 επί Μουράτ Β’.
Εκείνο που φαίνεται σίγουρο είναι ότι το σώμα των γενίτσαρων ιδρύθηκε κατ’ απομίμηση των σωμάτων των “Ανδρειωμένων Άγουρων” και των “Τουρκόπουλων” που συγκροτήθηκε στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081-1118).
Οι Τουρκόπουλοι ήταν τάγματα του βυζαντινού στρατού που επανδρώνονταν από εκχριστιανισμένους Τούρκους μισθοφόρους. Στην κατάληψη της Νίκαιας το 1097, γίνεται η πρώτη μνεία για συμμετοχή τους στον βυζαντινό στρατό.
Η βίαιη αυτή στρατολογία των παιδιών των Χριστιανών ξεκίνησε από τα Βαλκάνια ,αργότερα όμως επεκτάθηκε σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία. Αρχικά ο αριθμός των στρατολογούμενων νέων ήταν 1.000, σταδιακά όμως αυξανόταν. Έτσι, στα χρόνια του Μωάμεθ Β’ (Πορθητή), έφτασε τις 12.000.
Η επέκταση του παιδομαζώματος και στην Ανατολή έγινε στα χρόνια του Γιαβούζ Σουλτάν Σελίμ Α’ (1512-1520). Έτσι εξηγείται το ότι ο σπουδαίος Οθωμανός αρχιτέκτονας Σινάν πασάς ο οποίος γεννήθηκε στην Καισάρεια (στο χωριό Αγρί-τας) ήταν Έλληνας ο οποίος στρατολογήθηκε ως γενίτσαρος.
Για το παιδομάζωμα των νεαρών Χριστιανών (devchurme) και το πώς γινόταν η ένταξή τους στους γενίτσαρους αναφερθήκαμε εκτενώς στο άρθρο περί εξισλαμισμών κλπ. Θα προσθέσουμε εδώ νέα, άκρως ενδιαφέροντα, θεωρούμε, στοιχεία.
Δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί ο αριθμός των γενίτσαρων σε διάφορες εποχές, ούτε η αναλογία τους στο σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στα χρόνια του Σουλεϊμάν Δ’ του Μεγαλοπρεπή, ήταν 40.000 ενώ στην εποχή του Μουράτ του Γ’ (1574-1595), δεν ξεπερνούσε τις 20.000. Αργότερα (17ος αι.) έφτασε τους 100.000 για να μειωθεί στη συνέχεια.
Με το πέρασμα των χρόνων, στα ανώτερα στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας είχαν αρχίσει να δημιουργούνται αντιδράσεις για το παιδομάζωμα, καθώς όσοι κατείχαν τα υψηλότερα αξιώματα και κομβικές θέσεις στο παλάτι προέρχονταν από Έλληνες, Σλάβους, Αρμένιους, Αρβανίτες κλπ.
Κατά την περιτομή του διαδόχου, μετέπειτα σουλτάνου Μεχμέτ του Δ’ (1648-1687) διοργανώθηκαν εορτές που κράτησαν δύο μήνες “νυχθημερόν” όπως αναφέρει ο Κουτσίκ Βέης! Ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη που προκλήθηκαν άπειρα δυστυχήματα.
Για να ανταμείψει τους ταχυδακτυλουργούς, παλαιστές, γελωτοποιούς, σχοινοβάτες κλπ. που συμμετείχαν στις εορταστικές εκδηλώσεις , ο σουλτάνος δέχτηκε να τους επιτρέψει να ενταχθούν στο σώμα των γενίτσαρων παρά την αντίδραση του επικεφαλής τους (γενιτσάρ αγά). Ο διάδοχός του Γιουσούφ πασάς συμφώνησε και έτσι εντάχθηκαν στους γενίτσαρους οι γνωστοί ως «τσιράκ» (τσιράκια του αγά»).
Όπως γράφει ο Ν. Μοσχόπουλος, σταδιακά:
«Όλοι οι άεργοι και αλήται Τούρκοι εζήτουν πλέον να εγγραφούν εις το οτζάκιον των γενιτσάρων. Η θέσις του γενιτσάρου κατήντησεν αντικείμενον αγοραπωλησίας, υπούργημα ώνιος εις χείρας των ευνοουμένων ισχυρών της ημέρας».
Η παρακμή του σώματος των γενίτσαρων – Η παύση της στρατολόγησης των νεαρών Χριστιανών
Μετά τους πρώτους χρόνους της εφαρμογής του devchurme για τη στρατολογία των χριστιανόπαιδων άρχισαν οι πολλές και διάφορες καταχρήσεις του. Εκτός από το («νόμιμο») 5% των αιχμαλώτων, στρατολογούνταν στις επαρχίες όλα τα παιδιά Χριστιανών ηλικίας 6-7 ετών, κατόπιν μέχρι 15 και τελικά ως 24 ετών. Αυτό γινόταν αρχικά κάθε 5 χρόνια, αργότερα κάθε 2 και τελικά κάθε χρόνο. Οι «στρατολόγοι» έπαιρναν πολύ περισσότερα παιδιά από όσα χρειάζονταν πουλώντας πολλά σαν δούλους!
Πολλοί πλούσιοι δωροδοκουσών τους «στρατολόγους» για να μην πάρουν τα παιδιά τους. Το ίδιο έκαναν όμως και φτωχότεροι πουλώντας ό, τι είχαν και δεν είχαν για να εξασφαλίσουν χρήματα για τη δωροδοκία. Άλλοι έκρυβαν τα παιδιά σε σπίτια μουσουλμάνων φίλων τους, ενώ πολλοί μωαμεθανοί βλέποντας ότι τα παιδιά τους θα έχουν λαμπρό μέλλον αν ενταχθούν στο σώμα των γενίτσαρων και τις υπόλοιπες “υπηρεσίες” του παλατιού, τα έδιναν σε Χριστιανούς για να τα παρουσιάσουν ως δικά τους! Άλλοι Χριστιανοί, γινόταν μουσουλμάνοι για να σώσουν τα παιδιά τους. Το πρόβλημα της εξωμοσίας έγινε σημαντικό σε περιοχές όπως η Βοσνία και η Αλβανία. Η υπηρεσία του “στρατολόγου” έγινε επάγγελμα και μάλιστα ιδιαίτερα κερδοφόρο. Ο σουλτάνος Οσμάν Β’ (1618-1622), που ανέβηκε στον θρόνο σε ηλικία μόλις 14 ετών, συνέλαβε πρώτος το σχέδιο για την κατάργηση του σώματος των γενίτσαρων, σε συνεργασία με τον μέγα Βεζίρη, Διλαβέρ πασά. Αποφάσισε να συγκροτήσει ένα σώμα από Κούρδους – Κούρδος ήταν και ο Διλαβέρ – που θα αποτελούσε τη μοναδική αυτοκρατορική φρουρά.
Οι γενίτσαροι πληροφορήθηκαν τα σχέδια του σουλτάνου και στις 18 – 19 Μαΐου 1622 επαναστάτησαν. Εκθρόνισαν τον Οσμάν, τον έκλεισαν στο Επταπύργιο της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια τον στραγγάλισαν. Ανάλογη ήταν και η μοίρα του Διλαβέρ πασά.
Μετά από όλα αυτά, ο σουλτάνος Μουράτ Δ’ (1623-1640), διέταξε την τιμωρία των ενόχων και στη συνέχεια την παύση της στρατολογίας των Χριστιανών.
Το γεγονός αυτό, ήταν άκρως ευεργετικό για τον ελληνισμό, καθώς η αφρόκρεμα της νεολαίας, άρχισε σταδιακά να συμβάλλει στην αναγέννησή του. Παράλληλα ο Μουράτ Δ’ απαγόρευσε στους γενίτσαρους τον καπνό ,τον καφέ και το ποτό, στα οποία έκαναν κατάχρηση.
Στο μεταξύ, η παρακμή του σώματος των γενίτσαρων, γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός περιηγητής Schweiger στο έργο του “Reisebeschreibung”:
“Τα παιδιά που γεννιούνται από γενίτσαρους λογίζονται αμέσως ως γεννημένοι γενίτσαροι και ακόμα από την κούνια μισθοδοτούνται”.
Νέα προσπάθεια αναδιοργάνωσης του σώματος των γενίτσαρων έγινε από τον μέγα βεζίρη Μουσταφά Κιοπρουλού (1633-1691), τρίτο πρωθυπουργό από την οικογένεια των Κιοπρουλήδων, η οποία είχε χριστιανικές ρίζες.
Ο σουλτάνος Μουσταφά Γ’ (1757-1773), διέταξε τη σύνταξη νόμων για την οργάνωση τακτικού στρατού και εισήγαγε ορισμένες μεταρρυθμίσεις στο πυροβολικό.
Ο διάδοχός του Αβδούλ Χαμίτ Α’ (1773-1789), προσπάθησε αλλά δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει στρατό κατά τα πρότυπα της εποχής.
Ο σουλτάνος Σελίμ Γ’ (1789-1807), έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νέου στρατού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όπως γράφει ο Δζεβδέτ πασάς, χωρίς τακτικό στρατό θα ήταν αδύνατη όχι μόνο η υπεράσπιση των συνόρων της αυτοκρατορίας αλλά και η τήρηση της εσωτερικής τάξης.
Ωστόσο και η προσπάθεια του Σελίμ έπεσε στο κενό, καθώς οι γενίτσαροι επαναστάτησαν και τον εκθρόνισαν.
Ορισμένοι μάλιστα συνασπίσθηκαν με τον πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου εναντίον της Πύλης. Ο επόμενος σουλτάνος, Μαχμούτ Β’ (1808-1839), αποφάσισε να διαλύσει τα γενιτσαρικά τάγματα τα οποία ωστόσο διατηρήθηκαν ως την Ελληνική Επανάσταση. Η αδυναμία των Οθωμανών να επιβληθούν επί των Ελλήνων, έκανε επιτακτική την ανάγκη για τη δημιουργία ενός στρατιωτικού σώματος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως γινόταν στην Αίγυπτο. Όταν το 1826 οι γενίτσαροι θέλησαν να εμποδίσουν την εφαρμογή μέτρων για την αναδιοργάνωση του στρατού, αποφάσισαν για πολλοστή φορά να στασιάσουν. Η εξέγερσή τους αυτή όμως καταπνίγηκε από βεζίρη Χουσεΐν, ο οποίος τους συνέτριψε 10.000 – 15.000 γενίτσαροι έχασαν τη ζωή τους. Τα πτώματά τους ρίχτηκαν σε κοινό τάφο στην πλατεία Ετ – μεϊντάν (μετέπειτα Αχμετιέ – μεϊντανί). Τραγική ειρωνεία; Στον πλάτανο που υπήρχε στην πλατεία, κατά τις διάφορες εξεγέρσεις τους οι γενίτσαροι είχαν κρεμάσει πολλούς βεζίρηδες, υπουργούς και άλλους αξιωματούχος…
Επίλογος
Το παιδομάζωμα, οι εξισλαμισμοί και το σώμα των γενίτσαρων που το στελέχωναν παιδιά Χριστιανών, δεν έχουν εμφανιστεί σε καμία άλλη εποχή της παγκόσμιας ιστορίας. Ο ανθρώπινος φόρος, ήταν ο βαρύτερος από όλους όσους πλήρωναν οι υπόδουλοι Χριστιανοί, ιδιαίτερα οι Έλληνες. Δεν είναι τυχαίο ότι με το σταμάτημα της στρατολογίας των Χριστιανών άρχισε η ανάκαμψη του ελληνισμού και η παρακμή των γενίτσαρων αλλά και, σταδιακά, η διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι κάποια στιγμή το σώμα των γενίτσαρων είχε στη δύναμή του 400.000 άνδρες, οι οποίοι πληρώνονταν και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, ωστόσο μόνο 20.000 (!) από αυτούς ήταν ετοιμοπόλεμοι!
Για την καταστροφή των γενίτσαρων, κάνει εκτενή μνεία και ο Σπυρίδων Τρικούπης στην “Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης”. Όσο για τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο και το βιβλίο του; Θα επανέλθουμε με άρθρο για άγνωστες πτυχές από την Επανάσταση του 1821 και τις γνώμες Τούρκων ιστορικών γι’ αυτή.
Κλείνουμε, προς το παρόν, με τα λόγια του μεγάλου βεζίρη το 1826, λίγο πριν την συντριβή των γενίτσαρων.
“Οι Έλληνες επαναστάται, οι οποίοι ανήκουν εις την κατηγορίαν των ραγιάδων, είναι εν αναλογία προς την δύναμιν της κραταιάς αυτοκρατορίας ασήμαντος ποσότης και ανίσχυροι ως κάλαμος αχύρου. Και όμως, ενώ εδαπανήθηκαν τόσοι θησαυροί και τόσον πολεμικό νυλικόν, η ελληνική υπόθεσις δεν εκλείσθη ακόμη. Το μαχαίρι έφθασε πλέον στο κόκαλο. Ας λεχθεί εις το συμβούλιον τούτο τι αρμόζει εις τον μουσουλμανικόν κόσμον.
Ημείς είμεθα αιωνίως δεμένοι εις το σεριάτ (τον ιερό νόμο).
Μαζί με τους γενίτσαρους, καταργήθηκε και απαγορεύθηκε το Δερβίσικο τάγμα των Μπεκταδήδων, του οποίου ο ιδρυτής Χατζή – Μπεκτάς Βελή (Βελή= άγιος), είχε ευλογήσει το γενιτσαρικό σώμα κατά την ίδρυση του. Κάποιες σπασμωδικές ενέργειες για ανασυγκρότηση των γενίτσαρων απέτυχαν. Έτσι αυτοί μετά από πέντε περίπου αιώνες ύπαρξης, εξαφανίστηκαν για πάντα..