Η διαφθορά στη χώρα μας είναι “κάθετη και οριζόντια” και στο γεγονός αυτό εδράζεται η “χειρότερη κρίση που αντιμετωπίζει στην ιστορία της η ελληνική οικονομία” τόνισε, από τη Θεσσαλονίκη, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου.
Η κ. Δημητρίου αναφέρθηκε στις ποινικές υποθέσεις για τις λεγόμενες μίζες των εξοπλιστικών προγραμμάτων που απασχόλησαν τα τελευταία χρόνια την ελληνική Δικαιοσύνη, τονίζοντας ότι ως συνέχεια αυτών κατασχέθηκαν χρηματικά ποσά που ξεπερνούν τα 40 εκατ. ευρώ, ενώ οι δεσμεύσεις ακίνητης περιουσίας για τις ίδιες υποθέσεις ξεπερνούν σε αξία τα 400 εκατ. ευρώ.
Μιλώντας από το βήμα συνεδρίου με θέμα “Δημοκρατία και Διαφθορά”, που διοργανώνει από το πρωί το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τόνισε ότι δεν υπάρχει ένας φορέας που να μην έχει απασχολήσει τη Δικαιοσύνη για υπόθεση διαφθοράς. Αυτό, άλλωστε, όπως πρόσθεσε η ίδια, είναι μία από τις αιτίες για την καθυστέρηση που παρατηρείται στη χώρα μας σε ό,τι αφορά την απονομή της Δικαιοσύνης.
“Είναι οι άπειρες υποθέσεις διαφθοράς που έχουν κατακλύσει τα δικαστήρια και αφορούν οργανισμούς του δημοσίου, φορείς, νοσοκομεία κ.ά”, όπου “η διαφθορά έχει εκτραφεί από πολλά χρόνια” τόνισε η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός και πρόσθεσε ότι η εκδίκαση αυτών των υποθέσεων κρατάει πολλά χρόνια. Παραδέχθηκε μάλιστα, ότι οι δικαστικοί λειτουργοί μέχρι πρόσφατα λόγω “των μη γνώσεων” ήταν αδύναμοι να αντιληφθούν “τι είχε συμβεί” στις επίδικες υποθέσεις διαφθοράς, ενώ προς την κατεύθυνση της απόκτησης αυτών των γνώσεων βοηθάει η συνεργασία που έχει αναπτυχθεί με τα πανεπιστήμια.
Στο πλαίσιο αυτό, η κ. Δημητρίου αναφέρθηκε στη συνεργασία που “τρέχει” ο Άρειος Πάγος με το ΕΚΠΑ (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ιδρύματα στα οποία αυτή τη στιγμή διεξάγεται ένα μίνι-μεταπτυχιακό πρόγραμμα, διάρκειας 8 μηνών, για 41 εισαγγελείς και δικαστές προκειμένου να εκπαιδευτούν στο Οικονομικό Δίκαιο, το Δίκαιο της Κεφαλαιαγοράς και στο Τραπεζοοικονομικό Σύστημα προκειμένου να εφοδιαστούν “με δεξιότητες και να κατανοούν τις πληγές που μαστίζουν τη Δικαιοσύνη”.
Εξέφρασε την άποψη ότι οι έννοιες “Δημοκρατία και Διαφθορά δεν πάνε μαζί”. “Εάν έχουμε δημοκρατία δεν έχουμε διαφθορά κι αν έχουμε διαφθορά δεν έχουμε δημοκρατία” τόνισε, ενώ συμπλήρωσε ότι “για να κερδίσουμε το παράξενο σταυρόλεξο κατά της διαφθοράς δεν έχουμε άλλο τρόπο παρά να το λύσουμε”.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλης Πέππας, σημείωσε από το βήμα του ίδιου συνεδρίου, ότι διαφθορά δεν είναι μόνο οι παράνομες πληρωμές, οι μίζες, η εξαγορά συνειδήσεων, η διαπλοκή στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. “Είναι ο ευτελισμός του κοινωνικού αγαθού, η έκπτωση της κοινωνικής λειτουργίας, η εξοικείωση με την εξουσία, η συνολική μετατόπιση της κοινωνίας από τις αξίες της” είπε, τονίζοντας ότι η δημοκρατία πρέπει να αμυνθεί έναντι της διαφθοράς.
Ο κ. Πέππας ανέφερε ότι η αντιμετώπιση της διαφθοράς απαιτεί διεθνή συνεργασία στο πλαίσιο οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο ΟΟΣΑ κ.ά. Σε ατομικό επίπεδο είπε ότι πρέπει να σταματήσει η αδιαφορία και να αφυπνιστεί η συνυπευθυνότητα όλων. Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος έκανε λόγο για πράξη “ουσιαστικού πατριωτισμού” και “οφειλόμενης προσφοράς” στις επόμενες γενιές, προτού οι θεσμοί απολέσουν την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού.
Στις συγκυρίες που ευνοούν τη διαφθορά αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, η πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, η οποία στάθηκε στην έλλειψη θεσμικής επιβολής κανόνων και αποτελεσματικού συστήματος καταστολής. Μεταφέροντας στο ακροατήριο ποσοτικά στοιχεία από έρευνες κοινής γνώμης, είπε ότι το 80% προκρίνει ως κυριότερη αιτία της διαφθοράς την αναποτελεσματικότητα της εξουσίας και την αδιαφάνεια.
Η κ. Θεοτοκάτου χαρακτήρισε ως επείγουσα ανάγκη να υπάρξει συντονισμένη προσπάθεια ώστε να παταχθούν οι εκφάνσεις της διαφθοράς και αναφορικά με την πρόληψη, υπέδειξε ως προϋπόθεση τη σωστή εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση των νέων πολιτών.