Τις χαμηλότερες επιδόσεις ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2017 σε βασικούς δείκτες ανάπτυξης αλλά και ευημερίας για την Ελλάδα καταγράφει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην ετήσια έκθεσή της που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα. Τα αναλυτικά στατιστικά στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ σε όλα τα κράτη-μέλη επιβεβαιώνουν ότι η Ελλάδα είχε το 2017 το χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης, στο 1,4% έναντι 2,3% μέσου όρου στην ευρωζώνη και επιδόσεις πάνω από το 5% στην Ιρλανδία.
Αναδεικνύονται όμως και οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτή κακή επίδοση. Η πιο μεγάλη υστέρηση συνδεόταν με την ιδιωτική κατανάλωση που αυξήθηκε μόνο κατά 0,1% το 2017. Είναι μακράν η χαμηλότερη επίδοση μεταξύ όλων των κρατών της ευρωζώνης, με την μέση αύξηση να διαμορφώνεται στο 1,6% στα υπόλοιπα κράτη του ευρώ. Η ιδιωτική κατανάλωση ήταν η κινητήριος δύναμη για κράτη όπως η Ιρλανδία (επίδοση πάνω από 3% τα προηγούμενα χρόνια), ενώ κατά 2,2% αυξήθηκε στην Πορτογαλία και κατά 2,4% στην Ισπανία.
Αλλά και η κρατική κατανάλωση τράβηξε το… “χαλί” της ανάπτυξης το 2017 στη χώρα μας. Καταγράφεται η συρρίκνωσή της κατά 1,1% στην Ελλάδα, όταν κατά μέσο όρο αυξήθηκε κατά 1,2% στην ευρωζώνη. Στην Ιρλανδία η αύξηση είναι πάνω από 5% και στην κατά 1,6%. Αλλά και στην Κύπρο καταγράφεται αύξηση της κρατικής κατανάλωση κατά 2,7%.
Κατά κεφαλήν ΑΕΠ αναπτυσσόμενου κράτους
Οι χαμηλές αναπτυξιακές επιδόσεις Ελλάδας έχουν επίπτωση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ το οποίο όχι μόνο παραμένει τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και το χάσμα με τα κράτη της Δύσης μεγαλώνει καθώς η θέση τους ισχυροποιείται. Μάλιστα την Ελλάδα πλέον πλησιάζουν και χώρες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία που κατέγραψαν τα προηγούμενα κράτη ταχύτατη σύγκλιση.
Κατά μέσο όρο σε κάθε Έλληνα αντιστοιχεί εισόδημα 19.900 ευρώ το χρόνο (κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές και προσαρμοσμένο με βάση το κόστος ζωής), έναντι 54.600 ευρώ για κάθε Ιρλανδό (σ.σ. προ κρίσης ο μέσος Ιρλανδός ζούσε με 30.800 ευρώ, δηλαδή με πόσο σημαντικά μικρότερο δείχνοντας ότι όχι μόνο έχει ξεπεράσει τους τριγμούς της κρίσης αλλά έχει προχωρήσει).
Στην Ελλάδα προ κρίσης (μέσος όρος περιόδου 1999-2008) αντιστοιχούσαν 20.400 ευρώ σε κάθε πολίτη. Στην -σχετικά- φτωχή Πορτογαλία το μέσο εισόδημα είναι στα 23.100 ευρώ, έναντι 18.100 ευρώ προ κρίσης. Στην Κύπρο το μέσο εισόδημα είναι 24.600 ευρώ έναντι 29.900 ευρώ προ κρίσης. Κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη το μέσο εισόδημα σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 31.700 ευρώ σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις (τα στοιχεία είναι του 2016), έναντι 24.300 ευρώ προ κρίσης.
Τα στοιχεία της ΕΚΤ δείχνουν ότι υπάρχουν κινητήριοι μοχλοί για την ανάπτυξη που συνδέονται με την αύξηση των εξαγωγών (κατά 6,8% το 2017 οι οποίες όμως υπερ-αντισταθμίστηκαν από αύξηση στις αγωγές κατά 7,2% την ίδια χρονιά) αλλά και με μία ισχυρή αύξηση των επενδύσεων κατά 15,7% το 2017.
Πλέον, μένει να φανεί πως θα αποτυπώσει η κυβέρνηση τα σχέδιά της για το μέλλον μέσα από το αναπτυξιακό σχέδιο που όπως αναφέρει ο ΥΠΟΙΚ Ευκλείδης Τσακαλώτος θα παρουσιαστεί μέσα στον Απρίλιο και θα συζητηθεί στο Eurogroup της 27/4 στην Σόφια. Το σχέδιο θα περιλαμβάνει, πέρα από το πλέγμα μεταρρυθμίσεων, έναν δημοσιονομικό “άξονα” με της δεσμεύσεις για την διατήρηση των πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ, αλλά και έναν κοινωνικό άξονα με τα αντίμετρα (όπως αύξηση κατώτατου μισθού) που προωθεί.
Ουσιαστικά αποτελεί το “χαλί” της μετα-μνημονιακής εποπτείας, η οποία από κυβερνητικής πλευράς επιχειρείται να είναι ελληνικής ιδιοκτησίας. Θα έχει αναλυτικά χρονοδιαγράμματα ολοκλήρωσης των μεταρρυθμίσεων που ξεπερνούν τον χρόνο του μνημονίου (Κτηματολόγιο, Ιδιωτικοποιήσεις, δημόσιο κλπ).
Μία πρώτη “γεύση” θα λάβει η Ελλάδα στο EWG που λαμβάνει χώρα την Πέμπτη όπου θα συζητήσει όχι μόνο το αναπτυξιακό σχέδιο αλλά και την πορεία υλοποίησης των 88 προαπαιτούμενων, τις παρεμβάσεις στο χρέος και στο γαλλικό κλειδί, αλλά και την θέση του ΔΝΤ που ξεδιπλώνει αυτές τις ημέρες τις προθέσεις του μέσα και από τις εκθέσεις για την πορεία της οικονομίας που σταδιακά ανακοινώνει ενόψει της εαρινής συνόδου που θα λάβει χώρα στην Ουάσιγκτον.