Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τη στάση της τουρκικής ιστοριογραφίας απέναντι στο ζήτημα της γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής θα πρέπει να έχει υπόψιν του τα βασικά χαρακτηριστικά της.
Η σύγχρονη τουρκική ιδεολογία (και ως εκ τούτου η αντανάκλασή της στο χώρο της ιστοριογραφίας) εδράζεται πάνω στις αρχές του κοσμικού κράτους που έθεσε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Όσον αφορά τη συγκρότηση της σύγχρονης Τουρκίας το 1923, αυτή θεμελιώθηκε πάνω στον πυλώνα της αντίστασης και της νίκης των τουρκικών δυνάμεων απέναντι στις δυνάμεις της Αντάντ κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πρώτα στη χερσόνησο της Καλλίπολης το 1915 και κατόπιν με την απαλλαγή από το θεσμό των Διομολογήσεων που εγκαθιστούσε επί αιώνες σχέσεις υποτέλειας μεταξύ τους. Ο δεύτερος πυλώνας της τουρκικής ιστοριογραφίας είναι η νίκη επί των Ελλήνων κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο την περίοδο 1919-1922, στη διάρκεια δηλαδή της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Όπως συμβαίνει με όλες τις εθνικές ιδεολογίες, έτσι και ο τουρκικός εθνικός μύθος φιλοτεχνείται από συστατικά ηρωισμού, αυτοθυσίας και πατριωτισμού.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό δεν προκαλεί εντύπωση η άρνηση της σύγχρονης τουρκικής ιστοριογραφίας να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των χριστιανικών λαών της Ανατολής (Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσυροχαλδαίων). Και όχι μόνο αυτό· οι διώξεις, οι δολοφονίες, οι εκτοπίσεις και ο εκπατρισμός εκατοντάδων χιλιάδων χριστιανών την περίοδο 1914-1922 παρουσιάζεται από την τουρκική ιστοριογραφία ως το μοιραίο επακόλουθο του εκπατρισμού των μουσουλμανικών πληθυσμών των Βαλκανίων την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, ως η αναπόφευκτη δηλαδή απάντηση σε όσα υπέστησαν στα Βαλκάνια οι Μουσουλμάνοι.
Το ερώτημα «ποιος ήρξατο χειρών αδίκων» έχει, στην περίπτωση της παραδοσιακής τουρκικής ιστοριογραφίας, απαντηθεί.
Υπεύθυνοι είναι οι χριστιανικοί λαοί των Βαλκανίων, οι οποίοι την περίοδο 1912-1913 προέβησαν σε βιαιοπραγίες εναντίον των μουσουλμάνων υποχρεώνοντάς τους να εκπατρισθούν και να εγκατασταθούν στην Ανατολή.
Το δεύτερο επιχείρημα της τουρκικής ιστοριογραφίας είναι πως οι διώξεις και οι εκτοπίσεις των χριστιανικών πληθυσμών ήταν αποτέλεσμα της στάσης τους στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι χριστιανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατηγορήθηκαν από το τουρκικό κράτος για εκ των έσω υπονόμευση και συνεργασία με τις δυνάμεις της Αντάντ που εργάζονταν για το διαμελισμό της Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα, μάλιστα, οι Αρμένιοι κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τον ρωσικό στρατό και ενοχοποιήθηκαν για την πανωλεθρία των Οθωμανών στο μέτωπο του Σαρίκαμις το 1915.
Ταχυδρομικό δελτάριο των Νεότουρκων στα γαλλικά
Οι παραπάνω αντιλήψεις αποτελούν τη συνισταμένη επιχειρηματολογία της παραδοσιακής τουρκικής ιστοριογραφίας, η οποία αναπαράγει σε επίπεδο ιστοριογραφίας την κυρίαρχη κεμαλική εθνική αφήγηση. Έως και πριν από δέκα περίπου χρόνια η αφήγηση αυτή μονοπωλούσε σχεδόν τον ιστοριογραφικό λόγο σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και ερευνητικά κέντρα στην Τουρκία, ενώ ως λογικό επακόλουθο αναπαράχθηκε στη δημόσια ιστορία και ιδιαίτερα στο χώρο της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, επίσης, το γεγονός πως οι δεκάδες τουρκικές έδρες σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ υποστήριξαν με συνέπεια την τουρκική εθνική αφήγηση ξοδεύοντας μάλιστα εκατομμύρια δολάρια προς αυτόν το σκοπό.
Ενδιαφέρον έχει να επισημανθεί πως η προσπάθεια αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων παρουσιάστηκε από την κεμαλική τουρκική ιστοριογραφία, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1980, ως μία ακόμη ιμπεριαλιστική συνωμοσία ώστε να υπονομευθεί η «τουρκική εθνική πατρίδα». Είναι ενδεικτικά τα λόγια του αμερικανού ιστορικού Justin McCarthy σε ομιλία του στην Άγκυρα το 2005: «Πώς είναι δυνατό να δεχθεί κανείς να γίνει μέλος ενός οργανισμού (της Ευρωπαϊκής Ένωσης) ο οποίος ζητά να παραδεχθείτε ότι οι πρόγονοί σας ήταν δολοφόνοι; Έχω εμπιστοσύνη στην τιμή των Τούρκων ότι θα αρνηθούν κάτι τέτοιο». Στη μακρά εσωτερική διαμάχη σχετικά με το ζήτημα της Γενοκτονίας θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στην παραίτηση του ιστορικού Donald Quataert από τη θέση του διευθυντή του Ινστιτούτου Τουρκικών Σπουδών στην Ουάσινγκτον, το 2006, μετά από πιέσεις που δέχθηκε από τον πρέσβη της Τουρκίας στις ΗΠΑ να ανακαλέσει τη δήλωσή του ότι η Γενοκτονία των Αρμενίων πληροί πλήρως τις προϋποθέσεις που θέτει ο ΟΗΕ για τις γενοκτονίες.
Tην τελευταία δεκαετία το οικοδόμημα της παραδοσιακής εθνικιστικής τουρκικής ιστοριογραφίας έχει αρχίσει να παρουσιάζει τις πρώτες ρωγμές. Ο τοίχος της σιωπής, σύμφωνα με την άποψη του Donald Quataert, έχει αρχίσει να γκρεμίζεται. Η αιτία γι’ αυτό πρέπει να αναζητηθεί σε μια σειρά λόγους. Καταρχήν, ο χώρος της τουρκικής ιστοριογραφίας τείνει να αυτονομηθεί, ιδιαίτερα μάλιστα σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (με επίκεντρο τη Γερμανία) αλλά και σε κάποια ιδιωτικά πανεπιστήμια στο εσωτερικό της Τουρκίας. Το γεγονός αυτό δεν είναι άσχετο με τη σταδιακή εγκαθίδρυση μιας νεοοθωμανικής ελίτ υπό τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, η οποία αμφισβήτησε αρκετούς από τους κυρίαρχους κεμαλικούς μύθους στο πλαίσιο της σφοδρής σύγκρουσής της με την κατεστημένη τουρκική κοσμική ελίτ.
Ένας άλλος λόγος είναι η χειραφέτηση ιστορικών –και γενικότερα επιστημόνων– από διάφορες μειονοτικές κοινότητες στο εσωτερικό της Τουρκίας, και ιδιαίτερα των Κούρδων.
Οι τελευταίοι εργάζονται συστηματικά τα τελευταία χρόνια για την οικοδόμηση της δικής τους εθνικής αφήγησης στο πλαίσιο του κινήματος εθνικής αυτοδιάθεσης, και ως εκ τούτου έρχονται συχνά σε αντιπαράθεση με τον κυρίαρχο τουρκικό ιστοριογραφικό λόγο.
Η τελευταία αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στη διάθεση στους ερευνητές νέων αρχειακών διαθεσίμων, τα οποία επιτρέπουν εναλλακτικές αναγνώσεις του παρελθόντος που έως σήμερα ήταν απαγορευμένες στην Τουρκία.
Ανάμεσα στους επιστήμονες, τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς ακτιβιστές που ασχολούνται με το ζήτημα της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής είναι ο Τανέρ Ακτσάμ, ο Σαΐτ Τσετίνογλου, ο Μπασκίν Οράν, ο Φικρέτ Μπασκαγιά, ο Αχμέτ Ντεμιρέλ, η Περβίν Ερμπίλ, ο Αττίλα Τουιγκάν και φυσικά ο Φουάτ Ντουντάρ. Επιτρέψτε μου επίσης να αναφερθώ στην ημερίδα για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου που πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα στις 9 Απριλίου 2016. Ο τίτλος της ήταν «Ο νομός Τραπεζούντας και το ποντιακό ζήτημα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά».
Θα ήθελα να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στον Φουάτ Ντουντάρ και στην πρόσφατη μελέτη του με τίτλο Modern Turkiye’nin Şifresi (Ο κώδικας της σύγχρονης Τουρκίας)
με υπότιτλο: «Η μηχανική των εθνοτήτων της Ένωσης και Προόδου (1913-1918)» (εκδ. Iletisim, Κωσταντινούπολη, ελλ. έκδ.:). Ο Ντουντάρ στη μελέτη του χρησιμοποίησε, εκτός από τις ήδη γνωστές πηγές και την υπάρχουσα βιβλιογραφία, έναν σημαντικό αριθμό κρυπτογραφημένων τηλεγραφημάτων του οθωμανικού υπουργείου Εσωτερικών. Τα τηλεγραφήματα αυτά μόλις πριν από λίγα χρόνια δόθηκαν στη δημοσιότητα.
Ωστόσο η μελέτη τους είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, αφενός γιατί είναι κρυπτογραφημένα και αφετέρου επειδή είναι γραμμένα στην παλαιά οθωμανική γραφή. Με βάση τα τηλεγραφήματα αυτά ο Ντουντάρ υποστήριξε πως η Γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής ήταν προσχεδιασμένη, ήδη από το 1913. Ανέτρεψε, επίσης, την επικρατούσα τουρκική ιστοριογραφική γραφή περί διωγμών των μουσουλμανικών πληθυσμών από τα Βαλκάνια, υποστηρίζοντας με πλήθος ντοκουμέντα πως η προσφυγοποίηση των μουσουλμάνων των Βαλκανίων και η εγκατάστασή τους στην Ανατολία υποκινήθηκε από τις νεοτουρκικές Αρχές οι οποίες είχαν ήδη εκκινήσει το σχέδιό τους για τη δημιουργία μιας ομοιογενούς εθνικής κοιτίδας για να στεγάσει το τουρκικό έθνος στο χώρο της Μικράς Ασίας.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί η έκδηλη αμηχανία με την οποία η παραδοσιακή τουρκική ιστοριογραφία αντέδρασε στη μελέτη του Φουάτ Ντουντάρ – υποχρεώθηκε στην ουσία να αποδεχθεί μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του. Τα νέα αρχειακά δεδομένα που προσκομίζει η μελέτη του Ντουντάρ επαναφέρουν το ζήτημα της πρόσβασης σε όλο τον όγκο του υπάρχοντος αρχειακού υλικού.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να υπογραμμίσω πως η συντριπτική πλειοψηφία του διαθέσιμου αρχειακού υλικού που αναφέρεται στη Γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής προέρχεται από ελληνικά αρχεία, καθώς και από αρχεία ξένων δυνάμεων όπως η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Γερμανία και η πρώην Σοβιετική Ένωση. Δυστυχώς τα αρχειακά διαθέσιμα από τα οθωμανικά αρχεία είναι προς το παρόν λίγα και αποσπασματικά. Ως εκ τούτου θέλω να πιστεύω πως τα επόμενα χρόνια η ενδεχόμενη διάθεση στην επιστημονική κοινότητα νέων οθωμανικών αρχείων, και ιδίως εκείνο του υπουργείου των Εσωτερικών, θα επιτρέψει να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το τι έγινε στην Ανατολή το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα.
Η συνεχιζόμενη άρνηση του τουρκικού κράτους να αναγνωρίσει όσα συνέβησαν στην Ανατολή ως Γενοκτονία οφείλεται αφενός στον διάχυτο φόβο πως κάτι τέτοιο θα ανοίξει το δρόμο στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τη μεριά των απογόνων των θυμάτων.
Επιπλέον, μια ενδεχόμενη αναγνώριση της γενοκτονικής πολιτικής θα οδηγήσει σε αναγκαστική αναθεώρηση του τουρκικού εθνικού μύθου, ο οποίος, όπως όλοι οι εθνικοί μύθοι εξάλλου, είναι επενδυμένος αυστηρά με ηρωικά στοιχεία. Μια νέα εθνική αφήγηση θα πρέπει αναγκαστικά να αποκαθηλώσει αρκετούς πρωταγωνιστές, πατέρες του σύγχρονου τουρκικού έθνους, και να απομειώσει τα ηρωικά στοιχεία στη διαδικασία της εθνικής οικοδόμησης. Μια τέτοια εξέλιξη όμως βρίσκει σήμερα ακόμη ανέτοιμη όχι μόνο την τουρκική κοινή γνώμη, αλλά κυρίως την ιδεολογική ελίτ της χώρας, η οποία αισθάνεται να απειλείται από το ίδιο το ιστορικό παρελθόν της και ως εκ τούτου αρνείται να συμφιλιωθεί με αυτό.
Το Ανάκτορο Γιλδίζ κατειλημμένο το 1909 από τον «Απελευθερωτικό Στρατό» (Νεότουρκους) – Καρτ ποστάλ της εποχής
Ωστόσο, όπως ήδη ανέφερα, έχει ήδη εκκινήσει μια αναθεωρητική προσέγγιση του οθωμανικού παρελθόντος από μια γενιά ιστορικών που έχουν χειραφετηθεί σε μεγάλο βαθμό από τον κυρίαρχο εθνικιστικό λόγο. Η προσπάθεια αυτή έχει εκ των πραγμάτων ανοίξει έναν εσωτερικό διάλογο στην Τουρκία και έχει συνεισφέρει σε έναν γόνιμο προβληματισμό.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διάλογος της εν Ελλάδι επιστημονικής κοινότητας με τους Τούρκους συναδέλφους είναι πολλαπλώς χρήσιμος. Σκοπός της ιστορίας δεν είναι η δίκη και η ενδεχόμενη καταδίκη ανθρώπων, ή κρατών, αλλά η κατανόηση μιας πολύπλοκης ιστορικής πραγματικότητας, συχνά στιγματισμένης από εικόνες ντροπής για τον πολιτισμένο κόσμο και η νηφάλια εξιστόρησή της.
Ίσως έτσι, ερμηνεύοντας το παρελθόν, βοηθηθούν οι κοινωνίες των πολιτών να μην επαναλάβουν στο μέλλον όσα τους δίχασαν στο παρελθόν, και να βαδίσουν με αλληλοσεβασμό το δρόμο της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας.
Πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, είναι δύσκολο να το προβλέψει κανείς – ιδιαίτερα σήμερα που οι ζυμώσεις και οι μεταβλητές ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κόσμου έχουν ενεργοποιήσει τα αμυντικά αντανακλαστικά της τουρκικής κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι εξελίξεις αυτές δεν θα πρέπει να υποτιμώνται από τη διεθνή ιστοριογραφική κοινότητα, αλλά αντίθετα να ενθαρρύνονται και να ενισχύονται.
Θα κλείσω παραθέτοντας τα λόγια του Αϊχάν Ακτάρ, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Μαρμαρά: «Μόνο αν υπερβούμε τους φόβους μας θα μπορέσουμε να φθάσουμε στην ωριμότητα να συζητήσουμε ήρεμα, ακόμη και την αρμενική Γενοκτονία», υποστηρίζει ο Τούρκος καθηγητής. Εγώ απλώς προσυπογράφω.