Ο δανεισμός του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, συνολικού ύψους 164 τρισ. δολαρίων, ξεπερνά τα ιστορικά υψηλά επίπεδα που προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση την περίοδο 2007-09, τονίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Επειτα από μια παρατεταμένη περίοδο με υπερβολικά χαμηλό κόστος δανεισμού λόγω της χαλαρής νομισματικής πολιτικής που εφαρμόστηκε στις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου, το συνολικό χρέος στην παγκόσμια οικονομία είναι υπερδιπλάσιο από το ΑΕΠ και υψηλότερο κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες από το προηγούμενο ρεκόρ προ δεκαετίας. Πάνω από το ήμισυ των υποχρεώσεων των 164 τρισ. δολαρίων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα εντοπίζονται στις τρεις ακόλουθες χώρες: ΗΠΑ, Κίνα και Ιαπωνία. Το ΔΝΤ τόνισε στην εαρινή έκθεση για τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος πως είναι επιτακτική και άμεση η ανάγκη για τη μείωση του δανεισμού στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, ώστε να είναι καλύτερα θωρακισμένη η παγκόσμια οικονομία σε μια επιδείνωση των συνθηκών.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι επενδυτές δεν πρέπει να επαναπαύονται από την εξισορρόπηση των αγορών μετά το μεγάλο κύμα ρευστοποιήσεων που έλαβε χώρα στα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου, προειδοποιεί το Ταμείο. Οι πιθανότητες για ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες ως προληπτικό μέτρο για τη συγκράτηση του πληθωρισμού και μια επιδείνωση της μεταβλητότητας των αγορών μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη.
Οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί συγκριτικά με τα συμπεράσματα της έκθεσης του Οκτωβρίου καθώς οι τιμές των αξιών στις αγορές εξακολουθούν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, ενώ ενίσχυση του πληθωρισμού στην πραγματική οικονομία μπορεί να αναγκάσει τις κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν πιο «επιθετικά» στην αύξηση του κόστους δανεισμού.
Στην Κίνα, τα χρέη έχουν εκτοξευθεί από 1,7 τρισ. δολάρια το 2001 στα 25,5 τρισ. δολάρια το 2016, αντιστοιχώντας στα τρία τέταρτα της αύξησης του δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα, σε παγκόσμια κλίμακα, την τελευταία δεκαετία. Ο Βίτορ Γκασπάρ, διευθυντής δημοσιονομικών υποθέσεων στο ΔΝΤ, είπε χθες πως μόνον η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έχει λάβει μέτρα για την αποκατάσταση των επιτοκίων σε φυσιολογικά επίπεδα.
Στην έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το ΔΝΤ σχολιάζει ότι οι αναδυόμενες αγορές εκμεταλλεύθηκαν τα χαμηλά επιτόκια που επικρατούσαν στις διεθνείς αγορές και δανείστηκαν αδρά. Αυτό, όμως, τις καθιστά ευάλωτες σε αλυσιδωτές αντιδράσεις που μπορεί να προκληθούν από την αύξηση του κόστους δανεισμού στις οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου.
Προβλέψεις για εκτίναξη του αμερικανικού χρέους
Μέχρι το 2023 το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ θα έχει φτάσει στο επίπεδο του δημόσιου χρέους της Ιταλίας, προέβλεψε χθες το ΔΝΤ αναδεικνύοντας την προβληματική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση Τραμπ. Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ προβλέπεται πως θα φτάσει το 116,9% του ΑΕΠ το 2023, ενώ το ιταλικό δημόσιο χρέος θα έχει περιοριστεί στο 116,6% του ΑΕΠ. Με λίγα λόγια, οι ΗΠΑ θα έχουν το δεύτερο υψηλότερο χρέος μεταξύ των χωρών του G7, με πρώτη, φυσικά, την Ιαπωνία με χρέος που προβλέπεται να φτάνει το 229,6%. Στην τέταρτη θέση θα βρίσκεται η Γαλλία με δημόσιο χρέος ύψους 88,99% του ΑΕΠ, στην πέμπτη θέση η Βρετανία με δημόσιο χρέος 82,5% του ΑΕΠ, στην έκτη θέση ο Καναδάς με 74,2% του ΑΕΠ και το χαμηλότερο δημόσιο χρέος θα έχει η Γερμανία, στο 42,4% του ΑΕΠ.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε περάσει από το Κογκρέσο μείωση φορολογίας επιχειρήσεων που υπολογίζεται πως θα οδηγήσει σε αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 1,5 τρισ. δολ. την επόμενη δεκαετία, ενώ τον Ιανουάριο πέρασε νομοσχέδιο που προβλέπει αύξηση δαπανών κατά 300 δισ. δολάρια. Ο Λευκός Οίκος υποστηρίζει πως η μείωση της φορολογίας σε συνδυασμό με την απορρύθμιση του κανονιστικού πλαισίου για τον χρηματοπιστωτικό τομέα θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ που θα υπερκαλύψει την αύξηση του χρέους και συνεπώς δεν πρόκειται να οδηγήσει σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Αξιωματούχοι της Fed και του γραφείου προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί απέναντι στις προσδοκίες του Λευκού Οίκου.
Η Fed προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,7% το 2018 και επιβράδυνση στο 2% μέχρι το 2020. Το γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ από το 3,3% το 2018 στο 1,8% το 2020. O Αλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της Fed, είπε χθες πως η περικοπή φόρων είναι «καλή κίνηση», αλλά θα έπρεπε να είχε προηγηθεί η περικοπή δαπανών.