Ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη το 2017, αλλά και ένα από τα χαμηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ο αρνητικός ρυθμός πιστωτικής επέκτασης αλλά και αποταμίευσης, είναι μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία που κάνουν την ελληνική οικονομία να ξεχωρίζει με αρνητικό τρόπο στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την οικονομία της Ευρωζώνης τον προηγούμενο χρόνο. Γίνεται, έτσι, σαφές ότι το αποτύπωμα της κρίσης στην ελληνική οικονομία παραμένει έντονο, παρά την επικείμενη έξοδο από το μνημόνιο.
Ο μόνος τομέας στον οποίο δείχνει να πηγαίνει καλά η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με το «πανόραμα» της έκθεσης της ΕΚΤ, είναι τα δημοσιονομικά, λόγω υπερπλεονασμάτων που επέβαλε το μνημόνιο, αλλά και η επιλογή της υπερφορολόγησης.
Αναλυτικότερα, το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2017 κατά 1,4%, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν 2,3%. Ουσιαστικά, η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει στην αναπτυξιακή άνοιξη της Ευρώπης και δεν έζησε το φαινόμενο του «ελατηρίου» που αναμενόταν, μετά τη μακροχρόνια ύφεση.
Η χαμηλή πτήση του ΑΕΠ το 2017 οφείλεται κυρίως στην καθήλωση της κατανάλωσης (αυξήθηκε κατά 0,1% το 2017, έναντι 1,6% στην Ευρωζώνη). Στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, η θέση της Ελλάδας έχει υποχωρήσει στα 19.900 ευρώ (στοιχεία 2016), όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι 31.700 και της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι 29.900.
Η Ελλάδα κατέχει την προτελευταία θέση στην Ευρωζώνη, μετά τη Λετονία (19.400 ευρώ), η οποία, όμως, έχει πραγματοποιήσει άλμα σε σχέση με το παρελθόν. Στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε χειρότερη θέση είναι μόνο η Βουλγαρία (14.600 ευρώ), η Κροατία (18.000 ευρώ) και η Ρουμανία (17.700 ευρώ).
Σε αρνητικό έδαφος συνεχίζει να κινείται η αποταμίευση (-6,8%, έναντι 12,1% στην Ευρωζώνη και 10,8% στην Ευρωπαϊκή Ενωση), κάτι που δείχνει ότι οι Ελληνες εξακολουθούν να δαπανούν «από τα έτοιμα» για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι αμοιβές των εργαζομένων αυξήθηκαν για πρώτη φορά το 2017, αλλά μόνο κατά 0,1%, όταν στην Ευρωζώνη η αύξηση ήταν 1,6% και στην Ευρωπαϊκή Ενωση 2,1%.
Στα δημοσιονομικά (στοιχεία του 2016), η Ελλάδα εμφανίζεται με άνετο πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ της (έναντι μέσου ελλείμματος 1,5% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη) και με το μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα στην Ευρωζώνη (3,7% του ΑΕΠ, έναντι 0,6% στην Ευρωζώνη). Παραμένει, όμως, πάνω από τον μέσο όρο στις δαπάνες του κράτους (49,7% του ΑΕΠ, έναντι 47,6% του ΑΕΠ μέσος όρος στην Ευρωζώνη), κάτι το οποίο δείχνει ότι τα πλεονάσματα στηρίχθηκαν κυρίως στην υπερφορολόγηση και λιγότερο στις περικοπές δαπανών.
Το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου το 2017, παρά τη μεγάλη πτώση, ήταν το υψηλότερο με διαφορά στην Ευρωζώνη, φτάνοντας το 6% στους μακροπρόθεσμους τίτλους έναντι 1,1% στην Ευρωζώνη. Βεβαίως, σε σύγκριση με το 9,7% του 2015 και το 8,4% του 2016, είναι μια πρόοδος.
Πιστωτική ασφυξία
Οι συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που επικρατούν στη χώρα διαπιστώνονται, τέλος, από τον ρυθμό μεταβολής των χορηγούμενων δανείων (-0,1% έναντι 3,1% στην Ευρωζώνη στις επιχειρήσεις και -1,5% έναντι 2,9% στα νοικοκυριά), αλλά και από το κόστος δανεισμού (4,51% στις επιχειρήσεις, έναντι 1,76% στην Ευρωζώνη και 2,78% στεγαστικά στα νοικοκυριά έναντι 1,86% στην Ευρωζώνη).
Έντυπη