Με τον σκληρό πυρήνα των κόκκινων δανείων, τα επιχειρηματικά δάνεια, βρίσκονται αντιμέτωπες οι τράπεζες, οι οποίες καλούνται να πάρουν γενναίες αποφάσεις σε σχέση με την τύχη εκατοντάδων μικρών, μεσαίων αλλά και μεγάλων επιχειρήσεων, αμφίβολης βιωσιμότητας. Τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια αντιπροσωπεύουν το 60% των συνολικών ανοιγμάτων που είναι σε καθυστέρηση και η δυσκολία στη διαχείρισή τους δεν είναι μόνο ο τεράστιος όγκος των καθυστερήσεων, αλλά και η ανεπάρκεια των προβλέψεων που είχαν οι τράπεζες και που εμπόδιζε μέχρι σήμερα τις πιο δραστικές λύσεις.
Η ανεπάρκεια των προβλέψεων, που στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο δεν ξεπερνά το 50% –εικόνα που θα βελτιωθεί μετά την εφαρμογή του IFRS 9– σε συνδυασμό με τα γραφειοκρατικά εμπόδια που συνόδευαν πολλά από τα εργαλεία που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση του προβλήματος, ήταν και ο βασικός λόγος μέχρι σήμερα για τον οποίο μια σειρά λύσεις αποδυναμώθηκαν. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο νόμος Δένδια, η ουσία του οποίου κανιβαλίστηκε στο προεκλογικό πολιτικό παιχνίδι εκείνης της εποχής. Από τα εγχειρήματα που διέψευσαν τις αρχικές προσδοκίες είναι και αυτό της Pillarstone, στην οποία μόλις η ΦΑΜΑΡ έχει ενταχθεί μέχρι σήμερα και από τον μακρύ κατάλογο των επιχειρήσεων που κατά καιρούς ακούστηκαν, η προσπάθεια σήμερα εξαντλείται στη διάσωση της Notos Com. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι από τις 75 επιχειρήσεις με συνολικά χρέη 7 δισ. ευρώ που περιλαμβάνονται στη λίστα του NPL forum, της κοινής πρωτοβουλίας των τραπεζών για τις επιχειρήσεις με υψηλά χρέη, μόλις οι μισές θεωρούνται βιώσιμες, αλλά ελάχιστες είναι αυτές που έχουν οδηγηθεί σε εκκαθάριση και οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ο στόχος
Οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι τράπεζες έναντι των εποπτικών αρχών προβλέπουν τη μείωση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων κατά 23 δισ. ευρώ έως τα τέλη του 2019, με στόχο τα επιχειρηματικά ανοίγματα να περιοριστούν από τα 60 δισ. ευρώ στα 37 δισ. ευρώ στα τέλη του επόμενου χρόνου. Ο στόχος που έχει τεθεί, παρά το γεγονός ότι συντηρεί ένα τεράστιο απόθεμα προβληματικών δανείων ακόμη και στο τέλος της περιόδου, θεωρείται φιλόδοξος με τα σημερινά δεδομένα. Ο κίνδυνος να μην επιτευχθεί, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μαζικές πωλήσεις δανείων στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο σε χαμηλές τιμές, υποχρεώνοντας τις τράπεζες να εγγράψουν νέες ζημίες.
Υπό την πίεση των απαιτητικών στόχων, το τραπεζικό σύστημα φαίνεται ότι συνειδητοποιεί την αδυναμία του για εσωτερική συνεννόηση στο σύντομο χρονικό διάστημα που απομένει. Στο πλαίσιο αυτό επισπεύδεται και η ανάθεση χαρτοφυλακίου δανείων 2 δισ. ευρώ στην ιταλική doBank, θυγατρική της Fortress. Στο χαρτοφυλάκιο περιλαμβάνονται κόκκινα δάνεια περίπου 400 ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που έχουν οφειλές σε δύο τουλάχιστον ελληνικές τράπεζες.
Στόχος είναι το υπό ανάθεση χαρτοφυλάκιο να φτάσει έως και τα 8 δισ. ευρώ με την προϋπόθεση ότι η διαχείριση θα αποδειχθεί αποτελεσματική, κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει από τις τράπεζες να παραχωρήσουν τη δυνατότητα στην doBank να αποφασίζει για τη διαχείριση αυτών των δανείων.
Οι επιχειρήσεις που θα ενταχθούν στο σχέδιο Solar –όπως έχει ονομαστεί το σχετικό project– έχουν τζίρο πάνω από 1,5-2 εκατ. ευρώ, δραστηριοποιούνται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και συνδετικός τους κρίκος είναι η έκθεσή τους σε δύο, τρεις ή ακόμα και τέσσερις τράπεζες, στοιχείο που μέχρι σήμερα δυσκόλευε τη συνεννόηση των πιστωτών για τη ρύθμιση των οφειλών.
Με ορατό τον κίνδυνο να αποτύχουν στην επίτευξη των στόχων οι τράπεζες καλούνται να αξιοποιήσουν το εργαλείο του εξωδικαστικού μηχανισμού, για τα φτωχά αποτελέσματα του οποίου οι ίδιες επιρρίπτουν τις ευθύνες στις γραφειοκρατικές διαδικασίες που έχουν προβλεφθεί. Είναι αλήθεια ότι από τις 29.375 επιχειρήσεις που ξεκίνησαν τη διαδικασία υποβολής αίτησης, μέχρι σήμερα οι 5.150 πέρασαν το τεστ επιλεξιμότητας, δηλαδή πληρούν τα κριτήρια ένταξης, ενώ οι υπόλοιπες πελαγοδρομούν στα πεδία της πλατφόρμας. Αυτές που πέρασαν τον Ρουβίκωνα της υποβολής της αίτησης αριθμούν τις 765 επιχειρήσεις, από τις οποίες οι 535 θα περάσουν τη βάσανο της πολυμερούς διαπραγμάτευσης, καθώς οφείλουν σε πέραν του ενός πιστωτών, ενώ 230 είναι αυτές που οφείλουν σε έναν πιστωτή.
Το γεγονός ότι μόλις 26 επιχειρήσεις ολοκλήρωσαν τη διαδικασία, αλλά από αυτές μόνο οι 5 είχαν οφειλές σε πολλαπλούς πιστωτές, αποδεικνύει τη δυσκολία συνεννόησης που υπάρχει, η ευθύνη για την οποία δεν εξαιρεί τις τράπεζες.
Αν και στις προτάσεις που έχουν κατατεθεί, προβλέπεται η μείωση των δικαιολογητικών που απαιτούνται προκειμένου κάποιος να ξεκινήσει τη διαδικασία, ενδεικτικό της δυστοκίας για τη διαγραφή οφειλών, είναι η πρόταση που έχει υποβληθεί για αυστηρότερο πλαίσιο κατά των εγγυητών.