Η Ουάσινγκτον επέβαλε στις 6 Απριλίου σαρωτικές κυρώσεις σε μερικές από τις μεγαλύτερες ρωσικές εταιρείες και σε ρώσους επιχειρηματίες, πλήττοντας συμμάχους του προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν για να τιμωρήσει τη Μόσχα για τη φερόμενη ανάμιξή της στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 και σε άλλες δραστηριότητες που χαρακτηρίζει κακόβουλες.
Ερωτηθείς σχετικά με μια πρόταση που διατυπώθηκε από την κάτω βουλή του ρωσικού κοινοβουλίου για την ποινικοποίηση της τήρησης των αμερικανικών κυρώσεων, ο Μεντβέντεφ δήλωσε πως οι περιορισμοί έχουν στόχο να καταστρέψουν το κοινωνικο-πολιτικό σύστημα της Ρωσίας και να βλάψουν την οικονομία και πρόσωπα.
«Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η εφαρμογή αυτών των κυρώσεων από πολίτες της χώρας μας θα πρέπει να αποτελεί αδίκημα. Κανένας δεν θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να τηρεί αυτές τις αμερικανικές κυρώσεις από φόβο ότι θα ενοχοποιηθεί διοικητικά ή ποινικά», δήλωσε.
Ο Μεντβέντεφ είπε επίσης πως η κυβέρνηση θα πρέπει να υποστηρίξει ρωσικές εταιρείες που πλήττονται από τις κυρώσεις ώστε να εξασφαλίσει ότι δεν θα χαθούν θέσεις εργασίας.
Σχετικά με το ίδιο θέμα, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε σήμερα πως η Ρωσία δεν εξετάζει το ενδεχόμενο να εθνικοποιήσει τη γιγάντια ρωσική εταιρεία αλουμινίου Rusal που αποτελεί στόχο των τελευταίων αμερικανικών κυρώσεων.
Η κυβέρνηση εξετάζει άλλες επιλογές για να στηρίξει την εταιρεία, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν ληφθεί αποφάσεις, δήλωσε ο Πεσκόφ.
Μιλώντας για άλλα θέματα, ο πρωθυπουργός Μεντβέντεφ δήλωσε εξάλλου πως η Ρωσία βρίσκεται στα πρόθυρα μιας απόφασης για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης.
Σχολιάζοντας τα δικά του σχέδια για το μέλλον, ο Μεντβέντεφ δήλωσε πως θέλει να συνεχίσει να εργάζεται σ’ έναν ρόλο που να ωφελεί όσο το δυνατόν περισσότερο τη χώρα του.