Όταν ο Emmanuel Macron και η Angela Merkel συναντήθηκαν τελικά μετά από την επανεκλογή της Γερμανίδας Καγκελαρίου, οι περισσότεροι ηγέτες της ΕΕ ανακουφίστηκαν. Η γαλλό-γερμανική μηχανή της Ευρώπης επέστρεψε.
Μόλις εγκατασταθεί ξανά η Merkel -όπως ελπίζαμε- το Βερολίνο θα μπορούσε να δώσει επιτέλους απαντήσεις στις προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης που παρουσίασε ο Macron μετά από τη δική του εκλογή το Μάιο του 017. Η εφαρμογή αυτών των σχεδίων στηριζόταν στη γερμανική στήριξη και στη γαλλό-γερμανική συμφωνία.
Ως έχει, η Γερμανία εμφανίζεται διστακτική απέναντι στις ιδέες του Macron για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Σε ό,τι αφορά την άμυνα, τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν χειρότερα. Αντί να παρέχει τον κινητήρα για την άμυνα της ΕΕ, το γαλλό-γερμανικό δίδυμο δυσκολεύεται να βρει τους αναγκαίους συμβιβασμούς που θα τους επιτρέψουν να προχωρήσουν και οι άλλοι Ευρωπαίοι να ακολουθήσουν. Αυτό είναι ένα ρίσκο. Η ευρωπαϊκή άμυνα -στην ΕΕ και σε άλλες μορφές- θα απογειωθεί μόνο αν η Γαλλία και η Γερμανία συμφωνήσουν στα επόμενα βήματα και τα προωθήσουν.
Το Παρίσι και το Βερολίνο είναι οι αναπόσπαστοι ηγέτες της ραχοκοκαλιάς της ευρωπαϊκής άμυνας. Πέραν των πολιτών ισορροπιών, αντιστοιχούν στο 50% των στρατιωτικών και βιομηχανικών ικανοτήτων εντός της ΕΕ μετά το Brexit και περίπου το 40% αυτών στην ευρύτερη Ευρώπη. Αυτό δεν πρέπει να διαταραχθεί,
Αρκετά projects τα οποία συμφωνήθηκαν διμερώς το περασμένο καλοκαίρι (μεταξύ των οποίων και η από κοινού ανάπτυξη ενός πολεμικού αεροσκάφους επόμενης γενιάς) θα διαμορφώσουν -εάν πετύχουν- το πρόσωπο της ευρωπαϊκής άμυνας πιο σημαντικά από ό,τι η PESCO, η γαλλική πρωτοβουλία ευρωπαϊκής παρέμβασης ή άλλες πρωτοβουλίες που αναδύονται τώρα, όπως η Northern Group.
Εναλλακτικά, εάν το Παρίσι και το Βερολίνο δεν συμφωνήσουν στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής άμυνας, το 50% της πολιτικής, στρατιωτικής και βιομηχανικής ενέργειας της Ευρώπης θα πάει σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Εάν δεν βρεθεί ένας συμβιβασμός, δεν επηρεάζεται μόνο η Γαλλία και η Γερμανία, αλλά τίθεται σε κίνδυνο η ευρωπαϊκή άμυνα στο σύνολό της. Οι φιλοδοξίες της ΕΕ θα υπονομευθούν. Η ΕΕ θα δυσκολευτεί να βελτιώσει τη στρατιωτική της ικανότητα. Ο κατακερματισμός στην ευρωπαϊκή άμυνα ενδέχεται να αυξηθεί.
Υπήρξε ένα σημαντικό momentum στην ευρωπαϊκή άμυνα τους τελευταίους μήνες, με τα πρώτα αποτελέσματα να είναι κυρίως η δημιουργία της PESCO, το ότι επιτρέπεται στις συμμετέχουσες χώρες της ΕΕ να συνεργαστούν πιο στενά, και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, για τη χρηματοδότηση της κοινής έρευνας και των προμηθειών.
Αυτό που χρειάζεται τώρα μετά από την ενθουσιώδη ρητορική, είναι αποτελέσματα.
Ωστόσο, το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 2017 και Μαρτίου 2018, όταν η Γερμανία προσπαθούσε να σχηματίσει μια κυβέρνηση, έπληξε το γαλλό-γερμανικό άξονα. Οι επικριτικές φωνές της γαλλό-γερμανικής συνεργασίας εκ των έσω -για παράδειγμα, οι ένοπλες δυνάμεις- απέκτησαν επιρροή. Οι εθνικές προτιμήσεις βγήκαν στο προσκήνιο και τροφοδότησαν διαμάχες σε δύο βασικούς τομείς για την ευρωπαϊκή άμυνα: τις ικανότητες και τις βιομηχανίες.
Το μεγάλο πνευματικό ζήτημα είναι ότι η κανονιστική προτίμηση της Γερμανίας για τις εξελίξεις με βάση την ΕΕ πρέπει να συμβαδίζει με την ρεαλιστική προσέγγιση του Παρισιού, το οποίο βλέπει την ΕΕ ως απλώς ένα πλαίσιο για παράδοση μεταξύ πολλών.
Εξαιτίας της γερμανικής άσκησης πίεσης, η PESCO μετατράπηκε σε μια πολιτική προσπάθεια με τις τυπικές διαδικασίες της ΕΕ και τους θεσμούς που επέτρεψαν σε πολλές χώρες-μέλη της ΕΕ να συμμετέχουν, αντί σε μια άσκηση με γνώμονα την άμυνα που εστιάζει στις ικανότητες.
Η Γαλλία επέλεξε το αντίθετο: μια αποκλειστική λέσχη όσων είναι πραγματικά ικανοί και πρόθυμοι να συμβάλλουν στις επιχειρήσεις. Μια τέτοια φιλόδοξη και αποκλειστική PESCO θα είχε προσφέρει σημαντική στήριξη στις υπό πίεση δυνάμεις και στην ευρωπαϊκή ασφάλεια στο νότο.
Απογοητευμένο με μια γερμανοποιημένη PESCO, το Παρίσι διαμορφώνει τώρα την ευρωπαϊκή του πρωτοβουλία παρέμβασης εκτός της ΕΕ -η οποία ειρωνικά, έχει την παρενέργεια της συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν δύο ανταγωνιστικές επιλογές: τη συνεργασία εντός της ΕΕ ή έξω από αυτή. Εάν όλα πάνε καλά, όλα τα σχήματα θα ενισχυθούν αμοιβαία. Εάν όχι, και οι πρόθυμοι και ικανοί δράσουν εκτός των πλαισίων της ΕΕ, κινδυνεύουν να υποτιμήσουν την ένωση.
Η επιλογή του πλαισίου έχει ευρείες πολιτικές επιπτώσεις. Αφορά το να έχουμε την ασφάλεια και την πολιτική εντός ενός ενιαίου πλαισίου -την ΕΕ- ή να έχουμε την ασφάλεια ξεχωριστά από αυτή. Το εάν αυτό πρέπει να πραγματοποιηθεί κατ΄ανάγκη εντός της ΕΕ, εξαρτάται από το εάν θέλετε να πετύχετε θεσμική συνοχή ή ασφάλεια.
Και υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Πρόκειται για τον τρόπο εξασφάλισης του μέλλοντος της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Η Γαλλία και η Γερμανία αντιστοιχούν στο 40% της αμυντικής βιομηχανίας στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Πρόκειται για μια μεγάλη δυνατότητα να οδηγήσουμε την Ευρώπη προς μια πιο στρατηγική αυτονομία στον βιομηχανικό τομέα: τα συμφωνηθέντα γαλλό-γερμανικά projects θα μπορούσαν να είναι ο καταλύτης για τα ευρωπαϊκά projects και για μια καινοτόμο και ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία στην Ευρώπη.
Αλλά αυτή η διαδικασία αυτή τη στιγμή είναι στάσιμη. Το Βερολίνο και το Παρίσι δεν συμφωνούν στο πώς να εξάγουν από κοινού κατασκευασμένα προϊόντα, είτε είναι άρματα μάχης είτε είναι αεροσκάφη.
Οι εξαγωγές εκτός της Ευρώπης είναι κρίσιμες για την επιτυχία κάθε προβλεπόμενου έργου διότι η ευρωπαϊκή αγορά είναι πολύ μικρή. Τα τρέχοντα προϊόντα από την αμυντική βιομηχανική συνεργασία -όπως το ΚΑΝΤ, μια συγχώνευση μεταξύ των γαλλικών και γερμανικών παραγωγών χερσαίου πολεμικού εξοπλισμού ή ένα μελλοντικό ευρωπαϊκό πολεμικό αεροσκάφος- χρειάζονται ρυθμίσεις για τις εξαγωγές που και οι δύο χώρες μπορούν να αποδεχθούν.
Η Γαλλία και η Γερμανία έχουν παρόμοιους κανόνες και διαδικασίες σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές, αλλά η Γερμανία είναι πολύ πιο επιφυλακτική από ό,τι η Γαλλία και -ακόμη χειρότερα- έχει γίνει πολύ απρόβλεπτη στις πρακτικές της. Αυτό έχει προχωρήσει τόσο που ακόμη και οι σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ, το οποίο η Γερμανία είναι πολιτικά υποχρεωμένη να στηρίξει, παίρνουν ένα “όχι” ως απάντηση σε ό,τι αφορά τις συμβάσεις στη Γερμανία, χωρίς κάποια σωστή εξήγηση. Αυτό συνέβη στη Λιθουανία όταν ήθελε να υποστηρίξει την αποτροπή του ΝΑΤΟ στις χώρες της Βαλτικής.
Αυτή η απρόβλεπτη κατάσταση επίσης αποσπά την προσοχή των γαλλικών βιομηχανικών και πολιτικών εταίρων να επενδύσουν οικονομικά και πολιτικά σε κοινά projects. Δεν βλέπουν λόγο να ξεκινήσουν την ανάπτυξη κοινών αεροσκαφών και αρμάτων μάχης εάν δεν μπορούν να εξαχθούν.
Το θέμα είναι ότι ο γαλλό-γερμανικός άξονας δεν έχει αναπτυχθεί από κοινές κοσμοθεωρίες αλλά έχει δημιουργήσει συμβιβασμούς στους οποίους τα κράτη-μέλ της ΕΕ θα μπορούσαν να συμφωνήσουν.
Αυτή είναι η ιδιαίτερη δυναμική του γαλλογερμανικού ζευγαριού. Το ότι έχουν διαφορετικές κοσμοθεωρίες δεν είναι ούτε νέο, αλλά ούτε χρειάζεται να αποτελέσει και πρόβλημα. Αλλά είναι η έλλειψη προθυμίας να βρεθεί ένας συμβιβασμός που θα μπορούσε να κάνει την Ευρώπη να χάσει το momentum -μια lose-lose-lose κατάσταση και για το Βερολίνο, και το Παρίσι, και την Ευρώπη συνολικά.