Αναλυτικές παρατηρήσεις υπέβαλε ο Συνήγορος του Πολίτη στον υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής Δημήτρη Βίτσα και την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής σχετικά με το υπό επεξεργασία νομοσχέδιο για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία.
Σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, «το κατατεθέν σχέδιο νόμου στο Α΄ κεφάλαιο που αφορά την προσαρμογή της εσωτερικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2013/33/ΕΕ είναι πολύ αρτιότερο νομοτεχνικά του προηγηθέντος το 2016 και πληρέστερο σε εξειδικεύσεις των όρων και συνθηκών υποδοχής των αιτούντων άσυλο. Έχει δε ενσωματώσει κάποιες από τις βασικές προτάσεις του Συνηγόρου, ενώ άλλα σημεία χρήζουν βελτίωσης».
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το άρθρο 3, κρίνεται σκόπιμη η οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης και της Διεύθυνσης Προστασίας Αιτούντων Άσυλο της γ.γ. Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Όσον αφορά το Άρθρο 4, όπως αναφέρεται στην ανακοίνωσή του Συνηγόρου του Πολίτη, «σημαντική θεωρείται η αποδοχή της πρότασης για ρητή και σαφή πρόβλεψη, περί εφαρμογής του νόμου και στους ανηλίκους “ανεξάρτητα εάν έχουν υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, με την επιφύλαξη τυχόν ευνοϊκότερων διατάξεων”. Εκφράζεται ωστόσο η ανησυχία, μήπως σε άρθρα όπου ως δικαιούχοι εμφανίζονται κατά τη ρητή διατύπωση “οι αιτούντες”, ερμηνευτεί ότι υπάρχει περιορισμός πεδίου εφαρμογής για συγκεκριμένα δικαιώματα. Για τον λόγο αυτόν είχε προταθεί η άρση τυχόν παρερμηνειών με ρητή πρόβλεψη ότι, όπου αναφέρεται στον νόμο «αιτών/αιτούντες», ως δικαιούχος νοείται και ο ανήλικος ανεξάρτητα του καθεστώτος του».
Ως προς το άρθρο 7 του ν/σ που σχετίζεται με τον περιορισμό κυκλοφορίας σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή ο Συνήγορος του Πολίτη παρατηρεί τα εξής: «Η μεταφορά στο εσωτερικό μας δίκαιο γίνεται με τη συνένωση μέρους των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρ.7 της Οδηγίας σε μία ενιαία εξουσιοδότηση, ήτοι με εξουσιοδότηση κανονιστικής απόφασης του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία προβλέπει τον περιορισμό σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή (παρ.1 του άρθρ.7 της Οδηγίας) χρησιμοποιώντας ωστόσο ως αιτιολογία την ανάγκη ταχείας επεξεργασίας και αποτελεσματικής παρακολούθησης της αίτησης, δηλ. χρησιμοποιώντας τον λόγο της ατομικής εξαίρεσης της παρ.2 της Οδηγίας. Η παρ.2 της Οδηγίας αναφέρεται σε ατομικές αποφάσεις που προϋποθέτουν εξατομικευμένη κρίση, δεδομένου ότι αναφέρεται σε σοβαρούς περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας κάθε αιτούντα που συναρτώνται με την ατομική του συμπεριφορά και περίπτωση. Λόγος που ανάγεται στη σφαίρα της διοίκησης (ανάγκη ταχείας επεξεργασίας και αποτελεσματικής παρακολούθησης της αίτησης) δεν μπορεί να αποτελέσει θεμιτή βάση για γενικό περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας. Η αρμοδιότητα έκδοσης από τον Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου κανονιστικής διοικητικής πράξης περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των αιτούντων διεθνή προστασία δεν συνάδει με τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας αυτής. Σύμφωνα με την κατά το Σύνταγμα καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των Υπουργείων ένας τόσος σοβαρός -και κανονιστικός- περιορισμός – της προσωπικής ελευθερίας δεν μπορεί παρά να ανήκει στον ΥΠΕΣ-Τομέα Προστασίας του Πολίτη. Στο αντίστοιχο άρθρο του νομοσχεδίου που είχε τεθεί σε διαβούλευση τον Οκτώβριο 2016 οριζόταν ότι η Απόφαση θα εκδίδεται από όργανο της Ελληνικής Αστυνομίας».
Ως προς την κράτηση ευάλωτων ατόμων και αιτούντων με ειδικές ανάγκες υποδοχής, ο Συνήγορος επισημαίνει ότι «έχει διατυπώσει πάγια την αντίρρησή του στην πρόβλεψη δυνατότητας διοικητικής κράτησης ανηλίκων, ακόμη και στη βάση της “έσχατης ανάγκης”. Η διοικητική κράτηση, και οιαδήποτε άλλη μορφή στέρησης της ελευθερίας των παιδιών, που συνδέεται αποκλειστικά με το νομικό καθεστώς των ίδιων ή των γονέων τους ως αλλοδαπών πολιτών, αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων τους, έρχεται πάντοτε σε αντίθεση με την αρχή του βέλτιστου συμφέροντός τους, είναι καταρχήν δυσμενές διακριτικό μέτρο εις βάρος των παιδιών με βάση την καταγωγή τους, και δε μπορεί να δικαιολογείται ούτε ως έσχατο μέτρο υπό το πρίσμα του άρθρου 37 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Επιπλέον, η κράτηση και ο περιορισμός της ελευθερίας των παιδιών υπό απαράδεκτες συνθήκες, και συχνά για μεγάλα χρονικά διαστήματα, σε αστυνομικά κρατητήρια, σε χώρους λιμενικών αρχών και σε προαναχωρησιακά κέντρα, επιτείνουν την παραβίαση των δικαιωμάτων τους και συνιστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Ως εκ, τούτου προτείνεται η απαλοιφή της σχετικής παραγράφου».
Ακόμη ο Συνήγορος του Πολίτη, αναφορικά με το άρθρο 17 επισημαίνει: «Διαπιστώνεται ότι έχει αφαιρεθεί στο κατατεθέν νομοσχέδιο η αναφορά του προγενέστερου και τεθέντος σε διαβούλευση το 2016 νομοσχεδίου, ότι χορηγείται στους αιτούντες “κάθε μορφής κοινωνική προστασία που παρέχεται στους ημεδαπούς υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίου”. Αντίθετα ορίζεται ότι μπορεί να παρέχεται “μορφή οικονομικού βοηθήματος”, χωρίς περαιτέρω προβλέψεις σχετικές με το βοήθημα αυτό, τις προϋποθέσεις του, από ποιον χορηγείται, με ποια διαδικασία κλπ. Προτείνεται κατ΄ ελάχιστο η πρόβλεψη έκδοσης Προεδρικού Διατάγματος για τον καθορισμό όλων των συναφών όρων της χορήγησης του εν λόγω βοηθήματος, καθώς δεν πρόκειται για όρους ειδικότερους σε σχέση με βασικές παραμέτρους οριζόμενες στο νόμο ή για θέματα με χαρακτήρα απλώς τεχνικό ή λεπτομερειακό».
Όσον αφορά το Άρθρο 18 του ν/σ επισημαίνεται ότι «λείπουν προβλέψεις σχετικές με το σε ποιον αποστέλλεται το αίτημα στέγασης του εκάστοτε αιτούντος με ποιες προδιαγραφές επιλέγονται οι χώροι φιλοξενίας και από ποιον και πώς ακριβώς ασκείται η εποπτεία από την αρμόδια αρχή υποδοχής «σε συνεργασία με τους κατά περίπτωση συναρμόδιους κρατικούς φορείς» (χωρίς να ορίζονται ποιοι είναι αυτοί) επί των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων διαχείρισης των κέντρων φιλοξενίας και υλοποίησης στεγαστικών προγραμμάτων για αιτούντες και των εμπλεκόμενων διεθνών οργανισμών».
Ως προς το άρθρο 20 του ν/σ και τον ορισμό των ευάλωτων προσώπων με ειδικές ανάγκες υποδοχής ο Συνήγορος του Πολίτη παρατηρεί ότι «παραμένει διαφορετικός ο ορισμός των ευάλωτων προσώπων που ταυτοποιούνται κατά τις διαδικασίες πρώτης υποδοχής στο άρθρ.14».
Ως προς τις τροποποιήσεις που επέρχονται στις διαδικασίες του Ν.4375/16 στο Γ΄ μέρος του κατατεθέντος σχεδίου νόμου, με το άρθρ.28, ο Συνήγορος αρκείται σε 3 γενικές παρατηρήσεις: «Με κάποιες από τις προτεινόμενες διατάξεις φαίνεται να περιορίζεται στην πράξη η πρόσβαση στη δικαστική προστασία των αιτούντων άσυλο. […] Είναι κατανοητή η ανάγκη εξορθολογισμού των διαδικασιών κράτησης-επανεισδοχής, η οποία ωστόσο σε μια ευνομούμενη πολιτεία δεν μπορεί να επιφέρει περιορισμούς σε βασικές δικαιοκρατικές εγγυήσεις, όπως είναι η δικαστική προστασία».