Στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία, κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να διατυπώνει την πολιτική του άποψη -να εισηγείται στον Δήμο πολιτικές προτάσεις και να ψηφίζει υπέρ ή κατά των προτάσεων που συζητούνταν.
Όλοι οι πολίτες που παρίσταντο στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου ψήφιζαν.
Όμως, αντίθετα από ότι ίσως νομίζουμε, λίγοι ήταν εκείνοι που εισηγούνταν πολιτικές προτάσεις.
Η συμμετοχή στις δημόσιες συζητήσεις εξαρτιόταν από την ικανότητα καθενός να συλλαμβάνει και να διατυπώνει ιδέες, τη γνώση του θέματος που συζητιόταν κάθε φορά, την ευγλωττία του, αλλά και την αυτοπεποίθησή του μπροστά στο κοινό.
Οι ρήτορες δεν ορίζονταν από κάποια ειδική διαδικασία. Ήταν απλοί πολίτες που ήθελαν να απευθυνθούν στο Δήμο και να εκφράσουν την άποψή τους, προσδοκώντας να γίνει δεκτή από την πλειοψηφία.
Οι περισσότεροι ασκούσαν σπάνια αυτό τους το δικαίωμα, όταν επρόκειτο για ένα θέμα που τους ενδιέφερε. Λίγοι ήταν εκείνοι που, λειτουργώντας κάπως σαν τους σημερινούς πολιτικούς, προσπαθούσαν να προωθήσουν επεξεργασμένες απόψεις για περισσότερα πολιτικά ζητήματα -μια συγκροτημένη δέσμη προτάσεων ή «πολιτική πλατφόρμα», όπως θα λέγαμε με όρους σημερινούς.
Η υποστήριξη πολιτικών θέσεων δια του λόγου γινόταν αντιληπτή από τους αρχαίους Αθηναίους ως καθοδήγηση και παροχή συμβουλών προς τον Δήμο. Από τον Αισχίνη (Κατά Τιμάρχου 28-32) γνωρίζουμε πως ο νόμος απαγόρευε να μιλούν στον Δήμο πολίτες που δεν είχαν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, ήταν ριψάσπιδες, κακοποιούσαν ή δεν συντηρούσαν τους γονείς τους ή ακολουθούσαν έκλυτο βίο, καθώς θεωρούνταν ανάξιοι να ανταποκριθούν σε ένα τόσο σημαντικό έργο.
Στην Εκκλησία του Δήμου όπου συνεδρίαζε το σώμα των πολιτών και συζητούνταν όλα τα σημαντικά θέματα της πόλης, όλα κρίνονταν από το πόσο πειστικός ήταν για το κοινό ο εκάστοτε ομιλητής. Το αποτέλεσμα ενός λόγου -μιας δημηγορίας- επηρεαζόταν από το περιεχόμενό του, τα επιχειρήματα που διατυπώνονταν και το χάρισμα του ομιλητή. Επηρεαζόταν, επίσης, από το κλίμα που διαμορφωνόταν από αυθόρμητες ή κατευθυνόμενες εκδηλώσεις.
Γι΄αυτό, πολλοί ρήτορες χρησιμοποιούσαν φίλους ή οπαδούς, «μερικώς εκμισθωμένους ή εξαρτημένους» κατά την ωραία φράση του αείμνηστου Μιχάλη Β. Σακελλαρίου, ως «κλακαδόρους», για να υποστηρίξουν τη δική τους πρόταση ή να οχλήσουν όσους είχαν αντίθετη άποψη.
Στην Εκκλησία και στα δικαστήρια, οι πολίτες ρητόρευαν στην αρχή αυθόρμητα, χωρίς βοήθεια και βοηθήματα. Ωστόσο, όσο αυξανόταν το ακροατήριο, ενισχυόταν η σημασία του ομιλείν για τη δημόσια παρουσία και η ρητορική δεινότητα γινόταν συνώνυμη της πολιτικής δύναμης. Επομένως, όσοι νέοι φιλοδοξούσαν να αυξήσουν την επιρροή τους και μπορούσαν να ανταποκριθούν στα σημαντικά ποσά που απαιτούνταν, απευθύνονταν στους ειδικούς.
Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., οι ρήτορες βρέθηκαν εκτός από το να ρητορεύουν οι ίδιοι να συγγράφουν επ΄αμοιβή λόγους για λογαριασμό άλλων πολιτών, να συντάσσουν διδακτικά εγχειρίδια ρητορικής αλλά και να προετοιμάζουν υποδείγματα που βοηθούσαν τους επίδοξους ομιλητές να βελτιώσουν τη θέση τους.
Οι περισσότεροι μεγάλοι Αθηναίοι ρήτορες αξιοποίησαν το ταλέντο τους για να αναλύσουν την πολιτική και κοινωνική συγκυρία (τον «καιρό») και να συντάξουν λόγους τεκμηριωμένους, προσαρμοσμένους στην ψυχολογία του ακροατηρίου αλλά και στο χαρακτήρα κάθε πελάτη. Αυτή η πρακτική έκανε πιο «επαγγελματικές» τις δημόσιες εμφανίσεις, αλλά καλλιέργησε εν πολλοίς τον συντηρητισμό, καθώς ενισχύθηκε η δύναμη όσων είχαν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν σε τέτοιου είδους εκπαίδευση.
Μια πειστική ομιλία δεν εξαρτιόταν μόνον από το περιεχόμενο, αλλά και από την εκφορά του. Γι΄αυτό, σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία των ομιλητών έπαιξαν και οι άνθρωποι του θεάτρου. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις πως οι μεγαλύτεροι ρήτορες εξασκούνταν με διακεκριμένους ηθοποιούς για δασκάλους.
Λέγεται πως ο Δημοσθένης μυήθηκε στη δημόσια ομιλία από τον ηθοποιό Ανδρόνικο ή, κατά άλλους, από τον Πώλο, τον μεγαλύτερο της αρχαιότητας. Από την άλλη, είναι γνωστό πως ορισμένοι ηθοποιοί -με γνωστότερο τον Αισχίνη- ακολούθησαν πολιτική καριέρα, και μάλιστα με επιτυχία, κεφαλαιοποιώντας στον πολιτικό στίβο την άνεση που είχαν αποκτήσει στη σκηνή.
Αυτές οι πρακτικές δεν έμειναν ασχολίαστες από τον πνευματικό κόσμο. Ο Πλάτων* στον Φαίδρο και στον Γοργία αποδοκίμασε όσους επεξεργάζονταν γραπτώς τους λόγους τους, υποστηρίζοντας πως η σύνδεση της ρητορικής με τη σοφιστική την απομάκρυνε από την αλήθεια, δίνοντας έμφαση στην πειθώ και την αληθοφάνεια. Και ο σοφιστής Αλκιδάμας, υπερασπιζόμενος την αξία του προφορικού λόγου και του ρητορικού αυτοσχεδιασμού, έγραψε ένα έργο με τίτλο «Περί των τους γραπτούς λόγους γραφόντων ή περί σοφιστών».
Μα η καθαρότητα αυτών των θέσεων, των βασισμένων στην αλήθεια, δεν έβρισκε πάντοτε πρόσφορο έδαφος στον κόσμο. Φαίνεται πως στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., η καθεστυκυία άποψη είχε απομακρυνθεί σημαντικά από το Ομηρικό ιδεώδες του άνδρα που έπρεπε να είναι «μύθων τε ῥητήρ ἔργων τε πρηκτήρ», να διαπρέπει δηλαδή με τον λόγο στην αγορά όπως με τα ανδραγαθήματα στον πόλεμο (Ιλιάς I, 443).
Αυτό μαρτυρούν τα Αριστοφανικά έργα που σατιρίζουν την αμορφωσιά και την ανηθικότητα των δημαγωγών που παρασύρουν τον Δήμο και πασχίζουν να τον κάνουν όργανό τους με κολακείες και υποσχέσεις (βλ. ενδεικτικά Ιππείς 730-1253). Στο ίδιο παραπέμπουν και άλλες πηγές που μαρτυρούν πως οι μαθητές των σοφιστών χρησιμοποίησαν τη γνώση της ρητορικής για να δημαγωγούν στις συνελεύσεις και να στρεψοδικούν στα δικαστήρια.
Ηθοποιοί που αναδείχθηκαν σε πολιτικούς, λογογράφοι χωρίς ηθικούς δισταγμούς που έγραφαν κάποτε δύο λόγους – έναν για τον κατηγορούμενο κι έναν για τον κατήγορο στην ίδια δίκη – και μια αδυναμία στον τρόπο παρά στο περιεχόμενο δίνουν μια άλλη εικόνα της πολιτικής στην αρχαία Αθήνα. Ζωντανή, αληθινή, λιγότερο «ηρωϊκή» από αυτό που κάποτε υποθέτουμε και, σίγουρα, όχι τόσο άγνωστη σ΄εμάς.
* Ο Πλάτων αρνείται να χαρακτηρίσει επιστήμη ή τέχνη τη ρητορική, αφού δεν έχει καθορισμένο αντικείμενο να διδάξει ούτε αξιόπιστη μέθοδο. Κατ’ αυτόν είναι απλώς μια εμπειρία, μια ικανότητα, ένα όργανο μόνον απάτης στον χωρίς ηθικούς φραγμούς αγώνα του δημόσιου βίου. Ο ρήτορας, ακόμη και αθέλητα, οδηγείται στην απάτη, αφού δεν έχει γνώση («ἐπιστήμην»), αλλά γνώμη μονάχα («δόξαν») για το θέμα με το οποίο τυχόν ασχολείται.