Οι τράπεζες της Νοτίου Ευρώπης έχουν αυξήσει σημαντικά φέτος τον ρυθμό με τον οποίο λαμβάνουν επιπλέον προβλέψεις, ώστε να διαγράψουν από τον ισολογισμό τους την αξία μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) που σκοπεύουν να πωλήσουν. Ιδίως οι ιταλικές και οι ελληνικές τράπεζες έχουν αρχίσει, υπό την πίεση της ΕΚΤ, να πωλούν περισσότερα κόκκινα δάνεια, ενώ εκμεταλλεύονται κανονιστική ρύθμιση που τους επιτρέπει να κατανέμουν σε περισσότερα χρόνια την επίπτωση των προβλέψεων στην κεφαλαιακή τους επάρκεια, σύμφωνα με ρεπορτάζ των Financial Times.
Σύμφωνα με αναλυτές, προκειμένου η εισαγωγή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9 στην αρχή του έτους να μην πλήξει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, οι κανονιστικές αρχές επέτρεψαν στις τράπεζες να καταχωρίσουν σταδιακά εντός πέντε ετών την επίπτωση στα βασικά ίδια κεφάλαιά τους.
Σε αυτό το καθεστώς εμπίπτει και η λήψη προβλέψεων για τη μελλοντική πώληση ΜΕΔ, γεγονός που έχει δημιουργήσει μια εξαιρετική ευκαιρία για τις τράπεζες της Νοτίου Ευρώπης να πωλήσουν κόκκινα δάνεια χωρίς να επιδεινωθεί άμεσα η κεφαλαιακή τους επάρκεια και να αναγκαστούν, ενδεχομένως, να προχωρήσουν σε αύξηση κεφαλαίου. Ο συνδυασμός, λοιπόν, πίεσης από την ΕΚΤ και ευνοϊκής κανονιστικής ρύθμισης έχει οδηγήσει τις ιταλικές τράπεζες να αυξήσουν, το 2018, κατά 10,7 δισ. ευρώ τις προβλέψεις για τη ζημία που προβλέπεται να προκαλέσει η μελλοντική πώληση ΜΕΔ και τις ελληνικές (και κυπριακές) κατά 3,5 δισ. ευρώ.
Η ταχύτερη πώληση κόκκινων δανείων αποτελεί αισιόδοξο νέο για τις κανονιστικές αρχές, διότι αναμένεται ότι θα επιτρέψει στις τράπεζες να χορηγήσουν νέα δάνεια, ενώ θα είναι και σε καλύτερη θέση για να αντιμετωπίσουν μελλοντικές κρίσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με τους F.T., το μέγεθος ορισμένων προβλέψεων, ιδίως σε ιταλικές και σε ισπανικές τράπεζες, έχει αιφνιδιάσει αξιωματούχους στην ΕΚΤ που ανησυχούν ότι οι τραπεζίτες σπεύδουν να πωλήσουν ΜΕΔ για να εκμεταλλευθούν το «παραθυράκι» που άνοιξε όταν ετέθη σε εφαρμογή το νέο λογιστικό πρότυπο. Αξιωματούχοι του κοινού εποπτικού μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ έχουν στείλει επιστολές σε αρκετές τράπεζες, εκφράζοντας ανησυχία ότι αυτές οι προβλέψεις θα έπρεπε να υπολογιστούν διαφορετικά. Η ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει την υπόθεση.
Εκμεταλλευόμενη την ευνοϊκή συγκυρία η Intesa Sanpaolo, η μεγαλύτερη ιταλική τράπεζα με βάση την κεφαλαιοποίησή της, συμφώνησε να πωλήσει χαρτοφυλάκιο ΜΕΔ ονομαστικής αξίας 10,8 δισ. ευρώ στην Intrum, σουηδική εταιρεία συλλογής χρεών. Γενικότερα, οι ιταλικές τράπεζες έχουν αρχίσει από το 2017 να πωλούν περισσότερα ΜΕΔ. Πριν από έναν χρόνο, η Unicredit είχε πωλήσει χαρτοφυλάκιο ΜΕΔ ονομαστικής αξίας 18 δισ. ευρώ, ενώ το επόμενο χρονικό διάστημα η πολύπαθη Monte dei Paschi di Siena (BMPS) σκοπεύει να πωλήσει χαρτοφυλάκιο ΜΕΔ ύψους 26 δισ. ευρώ. Και οι ελληνικές τράπεζες έχουν αρχίσει να πωλούν ορισμένα από τα κόκκινα δάνειά τους, πέρυσι η Eurobank είχε πωλήσει δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις ύψους 1,5 δισ. ευρώ στην Intrum. Εθνική Τράπεζα, Πειραιώς και Alpha σκοπεύουν να πωλήσουν ΜΕΔ ύψους 11 δισ. ευρώ εντός του 2018. «Βλέπει κανείς σήμερα σημαντική πίεση, ώστε να κινητοποιηθούν οι τράπεζες και να διευκολυνθούν να ξεφορτωθούν από τον ισολογισμό τους αυτά τα ΜΕΔ», λέει στους F.T. ο Μίκαελ Ερικσον, διευθύνων σύμβουλος της Intrum. Οι τραπεζίτες αισθάνονται αυξημένη πίεση από τις ευρωπαϊκές κανονιστικές αρχές, από την εποπτική αρχή (SSM), ενώ η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και του οικονομικού κλίματος επίσης λειτουργεί θετικά.
«Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που προκαλούν την αλλαγή: οι αλλαγές των λογιστικών προτύπων αλλά και η συνεχιζόμενη πίεση από την ΕΚΤ και τις εθνικές κανονιστικές αρχές. Οι τράπεζες τα πηγαίνουν λίγο καλύτερα, πράγμα που και αυτό βοηθάει», εξηγεί ο κ. Ερικσον. Ολοι αυτοί οι παράγοντες έχουν συντελέσει ώστε το ύψος των ΜΕΔ που κατέχουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες να μειωθεί κατά περισσότερο από το ένα τρίτο εντός τριών ετών, από το 1,12 τρισ. ευρώ στα 813 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ).
Έντυπη