Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης οι αλλαγές στον τραπεζικό τομέα ήταν κοσμογονικές, ενώ, αν και απαιτήθηκαν 64 δισ. ευρώ για την επιβίωση των τραπεζών, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα χρεοκόπησε δύο φορές και ανακεφαλαιοποιήθηκε τρεις φορές. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο μάλιστα, οι παλαιότερες, πιο «συντηρητικές», ελληνικές κυβερνήσεις ουσιαστικά τις κρατικοποίησαν, ενώ η πιο πρόσφατη, «αριστερή» κυβέρνηση στην ουσία προχώρησε στην ιδιωτικοποίησή τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ μετά την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, στο τέλος του 2013, σύμφωνα με στοιχεία του χρηματιστηρίου της Αθήνας, το ποσοστό του Δημοσίου μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ήταν 84,39% στην Εθνική, 81,01% στην Πειραιώς, 83,66% στην Alpha Bank και 93,55% στη Eurobank, σήμερα τα ποσοστά αυτά έχουν περιοριστεί στο 40,4% στην Εθνική, στο 26,4% στην Πειραιώς. στο 11% στην Alpha Bank, με τη συμμετοχή μάλιστα στη Eurobank να έχει σχεδόν μηδενιστεί (2,4%).
Καθώς οι μέτοχοι των τραπεζών έχασαν δύο φορές το σύνολο της επένδυσής τους, οι συστημικές τράπεζες χρεοκόπησαν δύο φορές: Το 2012 το PSI έφερε την πρώτη χρεοκοπία. Οι συνολικές απώλειές τους ανήλθαν σε 39 δισ. ευρώ, ενώ αποφασίστηκε τότε η διάσωση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Η δεύτερη χρεοκοπία
Η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση, τον Μάρτιο του 2013, οδήγησε στην κρατικοποίησή τους, αφού το κράτος έγινε κάτοχος της συντριπτικής πλειονότητας των μετοχών τους, σε μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στην οποία συμμετείχε κατά κύριο λόγο το ίδιο. Με τη σταθεροποίηση της οικονομίας το 2014, οι συστημικές τράπεζες μπήκαν σε στάδιο ανάκαμψης, καθώς ανακεφαλαιοποιήθηκαν για δεύτερη φορά τον Απρίλιο του 2014 με αμιγώς ιδιωτικούς πόρους αξίας 8,2 δισ. ευρώ.
Με τη δεύτερη φάση της ελληνικής κρίσης που αρχίζει τον Νοέμβριο του 2015, έχουμε τη δεύτερη χρεοκοπία των τραπεζών, απόρροια και των επιπτώσεων από το «Varoufakis effect», όπως αποκαλείται πλέον η σύντομη και δαπανηρή για τη χώρα περίοδος που ηγείτο της οικονομίας ο Γιάνης Βαρουφάκης. Οι τράπεζες υπέστησαν τριπλό χτύπημα, καθώς μειώθηκε η αξία του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, είχαμε ένα νέο κύμα απόσυρσης καταθέσεων παράλληλα με το «κλείσιμο» της διατραπεζικής αγοράς, αλλά και την κατάρρευση των μετοχών τους που μηδενίστηκαν για δεύτερη φορά. Το Ελληνικό Δημόσιο έχασε τα κεφάλαια που τοποθέτησε νωρίτερα (περίπου 39 δισ. ευρώ), ή έστω την αγοραία αξία των περίπου 25 δισ. ευρώ που κατείχε το καλοκαίρι του 2014. Ακολούθησε η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση τον Νοέμβριο του 2015, στην οποία συμμετείχαν τα διεθνή κεφάλαια που μπήκαν στην ανακεφαλαιοποίηση του Μαρτίου του 2014 με την ελπίδα αυτή τη φορά να καλύψουν τουλάχιστον μέρος της προηγούμενης ζημιάς.
Δύσκολος δρόμος
Το κράτος, και συγκεκριμένα το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τοποθέτησε μόνο 5,4 δισ. από τα απαιτούμενα 14,4 δισ. ευρώ (και μάλιστα μόνο στην Εθνική Τράπεζα και στην Τράπεζα Πειραιώς), και έτσι η παρουσία του στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών περιορίστηκε. Ετσι οι τράπεζες ιδιωτικοποιήθηκαν ξανά.
Αν και κοινός τόπος είναι σήμερα πως η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων (stress tests) που ολοκληρώνεται οσονούπω αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα για τις συστημικές τράπεζες, εν τούτοις, σύμφωνα με την αγορά, ο κλάδος μπορεί να βγαίνει από το πυκνό δάσος, έχει όμως ακόμη μπροστά του δύσκολο δρόμο να διανύσει.
Οι τράπεζες, οι οποίες ακολουθούν εδώ και χρόνια στρατηγική επιβίωσης, ακόμα και αν διαχειριστούν ομαλά τη διαδικασία απομόχλευσής τους τα επόμενα πέντε χρόνια και επιστρέψουν σε κανονικές συνθήκες δανεισμού, δεν αποκλείεται να βρεθούν αργότερα αντιμέτωπες με νέους και πιο επιθετικούς ανταγωνιστές.
Τι δείχνει η κατάρρευση στις τιμές των μετοχών
Ενας γρήγορος και συνοπτικός τρόπος περιγραφής της οικονομικής πορείας των ελληνικών τραπεζών είναι να εξεταστεί η μακροπρόθεσμη πορεία των μετοχών τους, σημείωνε σε ειδική μελέτη για την κρίση στον κλάδο ο πρώην υπουργός Οικονομικών και καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά Γκίκας Χαρδούβελης.
Ο επενδυτής που τοποθέτησε 100 ευρώ σε χαρτοφυλάκιο ελληνικών τραπεζών στις 30.9.2004 υπερδιπλασίασε τα χρήματά του ως τον Οκτώβριο του 2007 (είχε στην κατοχή του αξία περίπου 270 ευρώ ή σωρευτική απόδοση στα περίπου τρία χρόνια 170%).
Οι αντίστοιχες επενδύσεις σε ευρωπαϊκές μετοχές είχαν επίσης υψηλές, αλλά μικρότερες αποδόσεις. Μετά τον Οκτώβριο του 2007 η διεθνής κρίση μείωσε τις τιμές των μετοχών. Η πτώση διήρκεσε έως τον Μάρτιο του 2009. Οι τραπεζικοί δείκτες σε Ελλάδα και Ευρώπη είχαν πέσει στα 50 ευρώ, δηλαδή τα χαρτοφυλάκια τον Μάρτιο του 2009 είχαν τη μισή αξία από αυτήν που είχαν τον Σεπτέμβριο του 2004. Οι μη τραπεζικές ευρωπαϊκές μετοχές διατηρήθηκαν στα 100 ευρώ, γεγονός που υποδηλώνει ότι η διεθνής κρίση ήταν κυρίως μια χρηματοπιστωτική κρίση.
Από τον Απρίλιο του 2009, μαζί με το τέλος της διεθνούς κρίσης, παρατηρείται ανάκαμψη των χρηματιστηρίων, η οποία όμως για τις τράπεζες σταματάει τον Οκτώβριο του 2009. Τότε ξεκινάει και η ελληνική κρίση με την αποκάλυψη των υψηλών ελληνικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η πτώση είναι τόσο μεγάλη που η αξία του χαρτοφυλακίου των 100 ευρώ των ελληνικών τραπεζών τον Μάρτιο του 2012, μετά το PSI, υποχωρεί στα 3-4 ευρώ.
Μηδενίστηκαν
Η αντίστοιχη αξία των ευρωπαϊκών τραπεζών έχει ξαναπέσει στα 50 ευρώ, ενώ οι μη τραπεζικές ευρωπαϊκές μετοχές βρίσκονται στα 150 ευρώ. Και στη συνέχεια, μετά το PSI, μηδενίζονται εντελώς οι τραπεζικές μετοχές στην Ελλάδα, δηλαδή χάνονται και τα 3 ή 4 ευρώ του Μαρτίου 2012. Στις 30.11.2015, αμέσως μετά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, οι μετοχές των τριών από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες αντικατοπτρίζοντας τη δεύτερη χρεοκοπία είχαν σχεδόν μηδενιστεί, ενώ για την Alpha Bank η πτώση ως τον Απρίλιο του 2016 διαμορφώθηκε στο 87% σε σχέση με τις 30.3.2012. Υπενθυμίζεται ότι στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου του Νοεμβρίου 2015 η μετοχή της Alpha Bank ισορρόπησε στα 0,04 ευρώ, της Εθνικής στα 0,02 ευρώ, της Eurobank στα 0,01 ευρώ και της Πειραιώς στα 0,003 ευρώ.
Μάλιστα η Πειραιώς με δυσκολία έκλεισε το βιβλίο προσφορών και κινδύνευσε να μην μπορέσει να προσελκύσει τα ελάχιστα απαιτούμενα κεφάλαια ώστε να μην κλείσει και ρευστοποιηθεί. Να σημειωθεί τέλος ότι ενώ το 2014 οι ιδιώτες επενδυτές απέκτησαν μετοχές στις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες με έκπτωση από 7% έως 23%, το 2015 η έκπτωση κυμάνθηκε από 34% έως 93%, καθώς δεν καθορίστηκε εκ των προτέρων ελάχιστη τιμή λόγω του υψηλού βαθμού αβεβαιότητας.