Οι αριθμοί, αλλά και οι πολιτικές διαφορές, έχουν μπει στο τραπέζι των ζυμώσεων για την περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Οι “κόκκινες γραμμές” μεταξύ ΔΝΤ και Eurogroup, αλλά και στο εσωτερικό των Ευρωπαίων, έχουν ήδη χαραχθεί σε τεχνικό επίπεδο και, όπως όλα δείχνουν, μπορούν να ξεπερασθούν πλέον μόνο με πολιτικές αποφάσεις συμβιβασμού. Αλλά η Αθήνα, όπως φαίνεται, είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να παρέμβει, παρά μόνο με “ιδέες” σε τεχνικό επίπεδο.
Πληροφορίες του “Κεφαλαίου” αναφέρουν ότι βασικό στοιχείο της συζήτησης, εν όψει της συνάντησης που θα γίνει το επόμενο Σαββατοκύριακο στην Ουάσινγκτον, είναι ότι το ΔΝΤ επιθυμεί πραγματικά να υλοποιήσει την υπό προϋποθέσεις δέσμευσή του τον Μάιο του 2016 για συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα.
Και είναι έτοιμο να συμβάλει και χρηματικά με το ποσό του 1,6 δισ. ευρώ που είχε αποτυπωθεί στη συμφωνία εκείνη με το Eurogroup.
Οι λόγοι που το ΔΝΤ και ειδικά η κυρία Λαγκάρντ έχουν αρχίσει να συγκλίνουν στην άποψη της παραμονής στα ευρωπαϊκά πράγματα μέσω του ελληνικού προγράμματος έχει να κάνει με τις αλλαγές που συντελούνται στο εσωτερικό του, αλλά και τη στάση των μετόχων του, ειδικά των ΗΠΑ.
Η αλλαγή στάσης της Ουάσινγκτον, επί Τραμπ, απέναντι στους μέχρι τώρα “συμμάχους”, όπως αυτή αποτυπώνεται στα μέτρα εμπορικού πολέμου, αποδυναμώνει εσωτερικά την ισχύ των οργανισμών των οποίων αυτή η “συμμαχία” αποτελούσε το βασικό στοιχείο ισχύος. Όπως, π.χ., στον ΠΟΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΝΑΤΟ και ειδικά στο ΔΝΤ…
Το δεύτερο στοιχείο είναι, επίσης, ξεκάθαρο στο τραπέζι των συζητήσεων που θα γίνουν. Το ΔΝΤ έχει “στρογγυλέψει” τις απαιτήσεις του για να δώσει πράσινο φως στον χαρακτηρισμό του ελληνικού χρέους ως βιώσιμο. Αυτή η απαίτηση αφορά τη μακροπρόθεσμη διευθέτηση ενός ποσού χρέους που φτάνει τα 80 δισ. ευρώ.
Όπως αναφέρουν πληροφορίες του “Κ”, το ΔΝΤ έχει περιορίσει τον ορίζοντα μέσα στον οποίο απαιτεί τη διασφάλιση της βιωσιμότητας μέσω των μέτρων μεσοπρόθεσμης παρέμβασης από την Ευρωζώνη μέχρι το 2040, ήτοι για τις δύο επόμενες δεκαετίες.
Στο διάστημα αυτό είναι προγραμματισμένη η αποπληρωμή αφενός του κύριου όγκου του διακρατικού δανείου (GLF) από το πρώτο πρόγραμμα στήριξης ύψους 52 δισ. ευρώ, του μεγάλου όγκου του δεύτερου δανείου από τον EFSF περί τα 20-22 δισ. ευρώ και ένα κομμάτι περί τα 5 δισ. ευρώ από το τρίτο δάνειο, αυτό του ESM.
Την ίδια περίοδο, δηλαδή μέχρι το 2040, τρέχουν επιπλέον λήξεις ομολόγων της τάξης των 27 δισ. ευρώ στην αγορά, τα οποία όμως το ΔΝΤ δεν συνιστά να μπουν στο πακέτο της αναδιάρθρωσης, το οποίο θα πρέπει να περιλαμβάνει την επιμήκυνση των δανείων και τη διασφάλιση επιτοκίου αποπληρωμής που δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 2%.
Το πολιτικό πρόβλημα
Απέναντι στις προτάσεις αυτές μια ισχυρή ομάδα χωρών της Ευρωζώνης, με έμμεση υποστήριξη από τη Γερμανία, υποστηρίζει ότι πρέπει η οποιαδήποτε διευθέτηση του χρέους αυτού (έτσι ώστε η εξυπηρέτησή του στο διάστημα αυτό να εξασφαλίζει την βιωσιμότητά του) να συναρτηθεί με τη δέσμευση της Ελλάδας για μη αναστρεψιμότητα των μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων. Διαφορετικά θα πρέπει αυτόματα να αναστέλλεται.
Η αιτία που προβάλλεται για τη δέσμευση αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Ελλάδα μπαίνει σε μακρύ εκλογικό κύκλο (πέντε τουλάχιστον εκλογικών αναμετρήσεων), που μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τη δημοσιονομική πειθαρχία της χώρας είτε από την παρούσα είτε από επόμενες κυβερνήσεις.
Το παράδοξο είναι ότι ενάντια στην απαίτηση αυτή στέκεται το ΔΝΤ. Και ο λόγος δεν είναι η εμπιστοσύνη του προς τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά το ότι ένα τέτοιο πλαίσιο δυνάμει αμφισβήτησης των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους θα ακυρώσει την εμπιστοσύνη των αγορών και θα διαγράψει εκ των προτέρων το αποτέλεσμα που η ελάφρυνση αυτή επιδιώκει. Δηλαδή την ομαλή επιστροφή στις αγορές…
Τους όρους αυτούς, δηλαδή την αιρεσιμότητα εφαρμογής της ελάφρυνσης, το ΔΝΤ τη δέχεται μόνο για το κομμάτι των μέτρων που έχουν να κάνουν με την απόφαση για επιστροφή στην Ελλάδα των “κερδών” από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες (τα ANFAs και SNPs). Για το θέμα της εποπτείας το ΔΝΤ, πέραν της ενισχυμένης εποπτείας στο πλαίσιο του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας, συμπεριλαμβάνει τη δική του παρουσία, με ελέγχους που θα συμφωνηθούν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Οι αλλαγές στον ESM και ο νέος ρόλος
Τα όσα μένει να γίνουν για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους περνούν από τον ESM. Οι σχετικές προτάσεις, όπως και όλα όσα έχουν γίνει αρχικά από τον EFSF και στη συνέχεια από τον ESM εξαιτίας των μέχρι σήμερα προγραμμάτων στήριξης κυρίως της Ελλάδας αλλά και της Πορτογαλίας, Ιρλανδίας και Ισπανίας, έχουν διαμορφώσει την ταυτότητα του ESM και τον μελλοντικό του ρόλο σαν Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Συγκριτικά με το ΔΝΤ έχει διαθέσει πολύ μεγαλύτερα δάνεια στα λίγα χρόνια ύπαρξής του και έχει στη διάθεσή του πολλαπλάσια κεφάλαια.
Λειτουργεί όμως σε καθεστώς “ειδικό”, ήτοι διακρατικής συμφωνίας η οποία συνυπάρχει αλλά δεν ταυτίζεται με το ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς. Και αυτό εμποδίζει να μπορεί να παίξει ρόλο εποπτείας και ελέγχου, ο οποίος να είναι “νόμιμος” στη βάση του νομικού πλαισίου λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Κομισιόν έχει κάνει προτάσεις για την ενσωμάτωση του ESM στο ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς και, έτσι, τη συνεργασία μαζί του στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας για τη μεταμνημονιακή ενισχυμένη εποπτεία.
Όμως στο Eurogroup οι ΥΠΟΙΚ δεν φαίνονται να είναι διατεθειμένοι να εντάξουν τον έλεγχο του διακρατικού ESM στην ευρωπαϊκή αρμοδιότητα. Εκεί οι εξελίξεις ακόμη καρκινοβατούν, πράγμα που προκαλεί επιπλέον επιπλοκές στη συζήτηση για το ελληνικό χρέος…