Η Ελλάδα στο μέσον της διένεξης Ρωσίας – Τουρκίας – Ιράν – ΗΠΑ – Βρετανίας και Ισραήλ. Νέα δεδομένα δημιουργεί η ρευστότητα στη Μέση Ανατολή και η διεκδίκηση ενεργειακών πόρων
«Οπου έχουν αναδειχθεί ενεργειακοί πόροι η γειτονιά διεγείρεται και ο κόσμος δεν περνάει ήσυχα» σημείωνε με νόημα τις προηγούμενες ημέρες στην Αθήνα διπλωματικός παράγων μεγάλης χώρας, με αφορμή την επικρατούσα ένταση στη Συρία και την προαγγελλόμενη, από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, «σύγκρουση γιγάντων» στην ευρύτερη ζώνη της Μέσης Ανατολής, της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
«Πολύ περισσότερο μάλιστα» επέμεινε η ίδια πηγή «όταν στην επίμαχη περιοχή, μετά την αποσύνθεση του Ιράκ και την αποδιάρθρωση της Συρίας, υπάρχει προς κάλυψη γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό κενό».
Το κενό, η «λεία» και ο ανταγωνισμός
Ξένοι διπλωμάτες και αναλυτές θεωρούν δεδομένο ότι ο συνδυασμός των δύο παραγόντων, δηλαδή το κενό της γεωπολιτικής και η προοπτική αξιοποίησης νέων ενεργειακών πόρων, πολλαπλασιάζει την ένταση και δημιουργεί περιβάλλον ανταγωνισμού μεγάλων διεθνοπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, «η ευρύτερη περιοχή αποκτά γεωπολιτική και οικονομική αξία και η διάταξη των δυνάμεων δεν είναι η καλύτερη». Κοινή είναι η πεποίθηση στις δυτικές πρεσβείες ότι οι μήνες που ακολουθούν δεν θα είναι εύκολοι, αντιθέτως θα δοκιμαστούν αντοχές, συμμαχίες και στρατηγικές όλων των εμπλεκομένων μερών.
Αυτή τη στιγμή η Ρωσία υπερασπίζεται τον Ασαντ, η Τουρκία, που στην παρούσα φάση συμμαχεί με τον Πούτιν και την Τεχεράνη, στέκεται απέναντι στον σύρο πρόεδρο. Συγχρόνως εναντιώνεται στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, οι οποίες, πέραν της συμμετοχής δικών τους εταιρικών σχημάτων στην εκμετάλλευση των νέων ενεργειακών πόρων, υποστηρίζουν και τη δημιουργία ενός κουρδικού αναχώματος στο βορειοανατολικό άκρο της Συρίας με σκοπό να εμποδίσουν την ευθεία διασύνδεση του Ιράν με τη Συρία και κατ’ επέκταση με τη φιλο-ιρανική Χεζμπολάχ, η οποία ως γνωστόν συγκροτεί μείζονα απειλή για το Τελ Αβίβ.
Γενικώς οι δυνάμεις της Δύσης αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία τον άξονα Μόσχας – Αγκυρας – Τεχεράνης, ιδιαιτέρως για το πώς μπορεί να επηρεάσει και να απειλήσει το Ισραήλ. Η αλήθεια βεβαίως είναι ότι ο παρών πολιτικός χρόνος είναι πολύ πυκνός και οι όποιες συμμαχίες πιθανώς ευκαιριακές. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση κατάρριψης, πριν από δύο χρόνια, ρωσικού μαχητικού στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας. Εκείνη η κρίση που έφερε τις δύο χώρες σε πρόθυρα μεγάλης σύγκρουσης και δημιούργησε συνθήκες μεγάλης απόστασης μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν απορροφήθηκε εν τέλει ταχύτατα, εξαιτίας της ραγδαίας εξέλιξης των γεγονότων στην επίμαχη ζώνη.
Πράγμα που δηλώνει ότι οι γεωπολιτικές συνθήκες είναι ρευστές και ως εκ τούτου και οι όποιες νέες συμμαχίες, που δοκιμάζουν παραδοσιακές σχέσεις, είναι ευμετάβλητες. Ειδικά για την Τουρκία σημειώνεται ότι στην παρούσα φάση διακινδυνεύει να διαταράξει παραδοσιακούς δεσμούς και προνομιακές σχέσεις δεκαετιών με τις ΗΠΑ και την Ατλαντική Συμμαχία. Γεγονός προφανέστατα σημαντικό και ικανό να προκαλέσει αναταράξεις και στο εσωτερικό της γείτονος χώρας.
Υπαρξιακά διλήμματα της Τουρκίας
Κατά την εκτίμηση δυτικών διπλωματών τόσο η Ρωσία όσο και η Τουρκία, η οποία πέραν των άλλων διεκδικεί και πρόσβαση στις ενεργειακές πηγές της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου, θα αντιμετωπίσουν προσεχώς υπαρξιακά διλήμματα.
Βάσει όλων αυτών το γεωπολιτικό και ενεργειακό παζλ της ευρύτερης περιοχής περιγράφεται δύσκολο και θα απαιτήσει χρόνο και δυνάμεις για την ολοκλήρωση και συμπλήρωσή του.
Ηδη στην περιοχή επικρατεί πολεμικός πυρετός, οι Βρετανοί λόγω και της απόπειρας εναντίον του Σκριπάλ ζουν σε ψυχροπολεμικό κλίμα, ο Μακρόν δείχνει να τους ακολουθεί, ο Τραμπ στην αρχή υπήρξε επιθετικός, αλλά τώρα δείχνει να ταλαντεύεται αν θα πρέπει να επιλέξει μια ευθεία σύγκρουση με την εγκατεστημένη στη Συρία Ρωσία.
Ανεξαρτήτως πάντως των εξελίξεων στην παρούσα φάση, διπλωματικοί κύκλοι εκτιμούν ότι μεσοπρόθεσμα κάποιου είδους σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων της Δύσης και της Ρωσίας θα επισυμβεί στην ευρύτερη περιοχή. Και αυτό γιατί τα συμφέροντα είναι μεγάλα, αλλά και επειδή στη Δύση επικρατεί η άποψη ότι η ρωσική επιρροή πρέπει να ελεγχθεί στη συγκεκριμένη ζώνη. Κοινή είναι η πεποίθηση ότι ακριβώς επειδή τα συμφέροντα είναι μεγάλα δεν πρόκειται να διευθετηθούν ομαλά και η περιοχή σχεδόν νομοτελειακά θα εισέλθει σε τροχιά μεγάλης έντασης.
Υπό αυτές τις συνθήκες διλήμματα θα αντιμετωπίσει και η Ελλάδα. Η παλαιά, συγκροτημένη στα χρόνια του Ανδρέα Παπανδρέου, σχετικά ουδέτερη στάση θα δοκιμαστεί κατά πάσα βεβαιότητα.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, τα τελευταία 40 χρόνια μπορεί να ήταν προσδεδεμένη στο άρμα της Δύσης και της Ευρώπης, αλλά είχε καταφέρει να κρατηθεί έξω από τη σύγκρουση των υπερδυνάμεων. Υπό το φως των παρόντων δεδομένων η πολυτέλεια της σχετικής ουδετερότητας χάνεται. Με άλλα λόγια, ξένοι διπλωμάτες επισημαίνουν ότι στον παρόν συγκρουσιακό περιβάλλον δεν υπάρχει χώρος για ιδιότυπη στάση και συμπεριφορά. Λένε χαρακτηριστικά ότι μια δυτική χώρα σαν την Ελλάδα, που διεκδικεί περιφερειακό ρόλο και συμμετοχή στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, δεν μπορεί ταυτόχρονα να αλληθωρίζει προς τη Ρωσία, θα πρέπει να επιλέξει με περισσότερη σαφήνεια στρατόπεδο, με ποιους δηλαδή θα πάει και ποιους θα αφήσει.
Η «αναθεωρητική»τακτική Ερντογάν
Ξένοι διπλωμάτες, ιδιαιτέρως Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, σημειώνουν ότι η Ελλάδα, ακόμη και αν αποφύγει κάποιο θερμό επεισόδιο στην παρούσα φάση, είναι βέβαιο ότι αργά η γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τη γενικότερη τουρκική στρατηγική επιδίωξη.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει μεταδώσει σε όλους τους τόνους ότι διεκδικεί ρόλο μεγάλης περιφερειακής δύναμης. Διακρίνεται για τις αναθεωρητικές απόψεις του, θεωρεί ότι η Μέση Ανατολή «ρευστοποιείται» και ο ίδιος αντιλαμβάνεται αυτή την κατάσταση ως μεγάλη ευκαιρία. Εχει δηλώσει δημόσια ότι επιδιώκει τον έλεγχο του κουρδικού παράγοντα και τη διεύρυνση των ανατολικών τουρκικών συνόρων με σκοπό να αποκτήσει πρόσβαση στις πετρελαιοφόρες ζώνες της Μοσούλης και του Αμπρίλ, που σήμερα ελέγχονται από κουρδικές δυνάμεις. Και βεβαίως διεκδικεί τη συνεκμετάλλευση και το μεγαλύτερο μερίδιο των νέων κοιτασμάτων του Αιγαίου, της Κύπρου και εν γένει της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Ο μεγαλοϊδεατισμός του είναι φανερός πια, δεν κρύβεται, αντιθέτως αναδεικνύεται με την επιχειρούμενη αποκαθήλωση του Κεμάλ Ατατούρκ.
Στον βαθμό που τα παραπάνω δεν αμφισβητούνται, οι ξένοι θεωρούν ότι η Ελλάδα θα βρεθεί αργά ή γρήγορα αντιμέτωπη με τον καλλιεργούμενο τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που προβλέπουν ότι αν ευοδωθούν τα τουρκικά σχέδια η Ελλάδα θα κινδυνεύσει να καταστεί δορυφόρος της Τουρκίας.
Η στρατηγική της Αθήνας στο νέο σκηνικό
Αν λοιπόν θέλει να διατηρήσει ξεχωριστό ρόλο στην περιοχή οφείλει, πάντα σύμφωνα με τους ξένους, να αναλάβει πρωτοβουλίες, να συστηματοποιήσει τις συμμαχίες της, να οργανωθεί θεσμικά, να αναβαθμίσει την αμυντική της ικανότητα, κοινώς να προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να ανταποκριθεί με αξιώσεις στις προκλήσεις της περιοχής και στις απαιτήσεις των καιρών.
Είναι φανερό ότι στους επόμενους μήνες, ίσως και στα επόμενα χρόνια, όσο δηλαδή διαρκέσει η περίοδος ανασυγκρότησης και ανασύνταξης της περιοχής, η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει πιθανώς προκλήσεις ιστορικές, με ευκαιρίες, ευθύνες και υποχρεώσεις που ξεπερνούν εκείνες της προηγούμενης ειρηνικής περιόδου. Εκ των συνθηκών, θα χρειαστεί να μεταβάλει δόγματα και κατά πάσα βεβαιότητα να καταστήσει τις επιλογές της ευκρινέστερες.
Το ζήτημα βεβαίως είναι κατά πόσο το τρέχον πολιτικό σύστημα έχει συνείδηση των συνθηκών και των υψηλών απαιτήσεων της περιόδου.