Για ποιους λόγους μπορεί κανείς να αιτηθεί την αλλαγή του επωνύμου του; (Νομοθετικό πλαίσιο και νομολογία)
Επιμέλεια: Βασιλική Γιαννάκη
1. Η αλλαγή του επωνύμου, σε αντίθεση με την απόκτηση αυτού με τη γέννηση του τέκνου, μπορεί να επιτευχθεί μέσω της διοικητικής οδού. Ειδικότερα, στο άρθρο μόνο του ν.δ/τος 2573/1953 (ΦΕΚ Α΄ 241), όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 2130/1993 (ΦΕΚ Α΄ 62) και αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, με την παρ. 9 του άρθρου 9 του Ν. 2307/1995 (ΦΕΚ Α΄ 113), ορίζεται μεταξύ άλλων ότι : «1. Η πρόσληψη και αλλαγή επωνύμου, καθώς και η πρόσληψη πατρωνύμου και μητρωνύμου σε παιδιά γεννηθέντα χωρίς νόμιμο γάμο των γονέων τους ή αγνώστων γονέων γίνεται με απόφαση του Νομάρχη».
Επιπλέον, στο Κεφάλαιο Γ΄ της – εκδοθείσης κατ’ εξουσιοδότηση της ως άνω διατάξεως – υπ’ αριθ. Φ. 42301/12167/28.6.1995 αποφάσεως του Υφυπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ Β΄ 608), ορίζεται η διαδικασία που ακολουθείται για την πρόσκτηση ή αλλαγή του επωνύμου του ενδιαφερόμενου και ειδικότερα ορίζονται τα εξής: «1. Για την αλλαγή επωνύμου υποβάλλεται στο νομάρχη αίτηση του ενδιαφερομένου … στην οποία πρέπει να ορίζεται λεπτομερώς ο σκοπός για τον οποίο επιδιώκεται η μεταβολή και να δηλώνεται το επώνυμο του οποίου ζητείται η πρόσληψη». Επισημαίνεται δε, ότι με το άρθρο 94 παρ. 6 του ν. 3852/2010, η αρμοδιότητα για την έκδοση των σχετικών με την πρόσληψη και αλλαγή επωνύμου πράξεων μεταφέρθηκε στα όργανα των οικείων Δήμων.
2. Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 1505 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) ορίζει ότι οι γονείς υποχρεούνται να έχουν προσδιορίσει το επώνυμο των τέκνων τους με κοινή αμετάκλητη δήλωσή τους, ενώ σε περίπτωση που παραλείψουν να δηλώσουν το επώνυμο των τέκνων τους, σύμφωνα με τους όρους των προηγούμενων παραγράφων, τα τέκνα έχουν για επώνυμο το επώνυμο του πατέρα τους. Αν και η εν λόγω διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου και, ως ειδικότερη, εφαρμόζεται σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά το επώνυμο του τέκνου, εντούτοις είναι δυνατόν να υπάρξει αλλαγή στο επώνυμο του τέκνου εφόσον συντρέξουν σοβαροί λόγοι στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου (βλ. σχετικό έγγραφο Υπουργείου Εσωτερικών). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος ακολουθεί την διοικητική οδό, προκειμένου να επιτύχει την πρόσκτηση ή αλλαγή του επωνύμου του, σύμφωνα με τους όρους και τις διατάξεις του άρθρου μόνου του Ν.Δ.2573/1953.
3. Από την πάγια ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκύπτει ότι το επώνυμο, ναι μεν αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, πλην η πρόσκτηση ή η αλλαγή του δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη, ως θέμα συναπτόμενο με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου, χωρεί δε κατ’ αρχήν διά της διοικητικής οδού, διαγραφόμενης από τον ειδικό διοικητικό νόμο (ν.δ. 2573/1993). Το αρμόδιο διοικητικο όργανο, κατά την ενάσκηση της σχετικής του αρμοδιότητας, οφείλει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, να εκτιμά τους λόγους που επικαλείται ο αιτών τη μεταβολή του επωνύμου του και να αποφαίνεται ενόψει της σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι να εγκριθεί η ζητούμενη μεταβολή, αιτιολογώντας ειδικά, από την άποψη αυτή, την απόφασή του (βλ. ΣτΕ 962/2011 επταμελής).
4. Εξάλλου, το καταρχήν αμετάκλητο της κατά το άρθρο 1505 του ΑΚ κοινής δηλώσεως των γονέων για το επώνυμο του τέκνου τους δεν αποκλείει τη μεταβολή του επωνύμου του τέκνου, ακόμη και με την αντικατάσταση του αρχικού επωνύμου με το επώνυμο του άλλου γονέα, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι προς τούτο, οι οποίοι δικαιολογούν, κατά την αιτιολογημένη κρίση του οργάνου, την αιτούμενη μεταβολή, συμφώνως με την συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας του ατόμου, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος.
5. Αναλυτικότερα, ο ενδιαφερόμενος νομιμοποιείται να αιτηθεί την πρόσληψη ή την αλλαγή του επωνύμου του, εφόσον συντρέχει στο πρόσωπό του έννομο συμφέρον, το οποίο θεμελιώνεται στην ύπαρξη σοβαρού λόγου για την αλλαγή του επωνύμου του. Ο λόγος αυτός ο οποίος συνήθως είναι ψυχολογικός, ενδέχεται να δημιουργεί προβλήματα στην κοινωνική ζωή του τέκνου, τα οποία δύνανται να απορρέουν από το κακόηχο του επωνύμου, το οποίο προκαλεί θυμηδία και περιφρόνηση εις βάρος του τέκνου, ή την κακή φήμη που έχει ήδη αποκτήσει το εν λόγω επώνυμο, συνεπεία πράξεων άλλου προσώπου.
6. Περαιτέρω, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να θεμελιώσει έννομο συμφέρον για αλλαγή του επωνύμου του, επικαλούμενος ψυχολογικούς λόγους που στηρίζονται στην ανυπαρξία συναισθηματικού δεσμού με τον έναν από τους δύο γονείς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση του Δ’ Τμήματος του ΣτΕ (βλ. 1852/2016), με την οποία κρίθηκε ότι η ανυπαρξία συναισθηματικού δεσμού του τέκνου με τον πατέρα του συνιστά καταρχήν ικανό λόγο που δικαιολογεί τη ζητηθείσα μεταβολή του επωνύμου, χωρίς να τίθεται θέμα προστασίας του θεσμού της οικογένειας που είχε δημιουργηθεί από τον γάμο των γονέων του αιτούντος, καθώς ενόψει των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικώς της κρινόμενης περίπτωσης, η εν λόγω ανυπαρξία συναισθηματικού δεσμού αποδείχθηκε και από τη μη επίδειξη ενδιαφέροντος εκ μέρους του πατέρα του αιτούντος για την αλλαγή του επωνύμου του τέκνου του.
Συμπερασματικά, παρατηρείται ότι η αλλαγή του επωνύμου του ενδιαφερόμενου, μπορεί να γίνει εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του ενδιαφερόμενου οι σοβαροί λόγοι που αναλύθηκαν ανωτέρω, ανεξαρτήτως του εάν η διατήρηση του υφιστάμενου επωνύμου εξυπηρετεί τη δημόσια τάξη και τις συναλλαγές των ατόμων στις Δημόσιες Υπηρεσίες.
Ουσιαστικά, διαμορφώνεται η τάση της προστασίας του ενδιαφερόμενου πολίτη, που επιθυμεί την αλλαγή του επωνύμου του, ως δείγμα προστασίας του ατομικού δικαιώματος της προσωπικότητας του πολίτη (αρ.5 του Συντ.), εν αντιθέσει με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, μέσω της διατήρησης του επωνύμου προς χάριν εξυπηρέτησης των συναλλαγών αυτού. Ενδεικτικώς αναφέρονται οι υπ’ αριθμ. 962/2011, 3667/2012, 1418/2013, 3816/2015, 3166/2017 του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας).