Αν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της Ευρωζώνης συναινέσουν στη δημιουργία κοινού ταμείου ασφάλισης καταθέσεων, οι αποταμιευτές της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να διατηρήσουν αλώβητες τις καταθέσεις τους μέχρι τις 100.000 ευρώ, ακόμη και σε μια χρηματοπιστωτική κρίση πιο σοβαρή από εκείνη της διετίας 2007-2009.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η έρευνα που εξεπόνησαν έξι οικονομολόγοι της ΕΚΤ για την ιδέα ενός ενιαίου ταμείου ασφάλισης καταθέσεων. Πρόκειται για τη σημαντικότερη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, που όμως προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις του Βερολίνου.
Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ διαπίστωσαν πως ένα ταμείο με κεφάλαια ύψους 38 δισ. ευρώ θα επαρκούσε για να καλύψει τις εγγυημένες καταθέσεις των πολιτών της Ευρωζώνης, ακόμη κι αν κατέρρεε ταυτοχρόνως το 10% των επισφαλών τραπεζών της. Τα κεφάλαια του εν λόγω ταμείου θα προέρχονται από τις ίδιες τις τράπεζες της Ευρωζώνης και δεν θα επιβαρύνονταν οι φορολογούμενοι σε περιπτώσεις πτωχεύσεων. Η ΕΚΤ έχει σθεναρά υποστηρίξει εξαρχής τη θέσπιση ενιαίου ταμείου ασφάλισης καταθέσεων. Επαναλαμβάνει, έτσι, την πίεση στη Γερμανία, που εναντιώνεται σε ένα τέτοιο σχήμα, φοβούμενη ότι θα αναγκαστεί να καταβάλει υψηλό τίμημα για τα προβλήματα του τραπεζικού τομέα άλλων χωρών. Οι αντιρρήσεις του Βερολίνου έχουν σε μεγάλο βαθμό «παγώσει» το εγχείρημα της τραπεζικής ένωσης, το οποίο αποφασίστηκε αρχικά στο πλαίσιο Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. το 2012. Από τη σχετική έρευνα προκύπτει, πάντως, ότι οι τράπεζες της Γερμανίας θα καταβάλουν τις μεγαλύτερες εισφορές από όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης και, συγκεκριμένα, οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ τις υπολογίζουν στα 12,5 δισ. ευρώ. Κριτήριο για τον υπολογισμό των εισφορών θα είναι ο υψηλός βαθμός επικινδυνότητας των τραπεζών. Ως εκ τούτου, μεγάλες εισφορές θα καταβάλουν και οι τράπεζες των Ισπανίας, Ελλάδας, Ιταλίας, Πορτογαλίας και Σλοβακίας.
Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ κατέληξαν στα συμπεράσματά τους έχοντας εξετάσει διεξοδικά δείγμα 1.675 τραπεζών της Ευρωζώνης και εγγυημένες καταθέσεις συνολικού ύψους 4,744 τρισ. ευρώ, αντίστοιχες περίπου με το 83% των εγγυημένων καταθέσεων στην Ευρωζώνη. Οπως επισημαίνουν στη σχετική έκθεσή τους, έθεσαν ψηλά τον πήχυ σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες αποζημίωσης καταθέσεων που θα έχει το ενιαίο ταμείο ασφάλισης καταθέσεων. Πρώτα απ’ όλα βάσισαν τα σενάριά τους σε υποθετικά υψηλά ποσοστά πτώχευσης τραπεζών, με απώλεια περιουσιακών στοιχείων σε ποσοστά από 5% έως 25%. Το κατώτερο ποσοστό απώλειας, το 5%, που εξετάζουν είναι ήδη υψηλότερο από το 4,7%, από το ανώτερο, δηλαδή, ποσοστό απώλειας περιουσιακών στοιχείων που κατέγραψε το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις συστημικά σημαντικές τράπεζες παγκόσμιας εμβέλειας, στη διάρκεια της τελευταίας κρίσης. Είναι, επίσης, διπλάσιο από τον μέσον όρο των εκτιμήσεων που ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την περίοδο 2007-2010. Επιπλέον, τα υποθετικά σενάρια εξετάζουν αυτές οι μεγάλες απώλειες να σημειώνονται ταυτοχρόνως σε όσες τράπεζες καταρρέουν.
Καταλύτης και για την ΕΚΤ
Το ακανθώδες ζήτημα περί του ενιαίου ταμείου ασφάλισης καταθέσεων εκτιμάται ότι μπορεί να αποτελέσει καθοριστική παράμετρο στην επιλογή διαδόχου του προέδρου της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. Μερίδα αναλυτών υποστηρίζει πως, αν το Βερολίνο εξακολουθήσει να εναντιώνεται σε οποιαδήποτε από κοινού ανάληψη του κινδύνου πτώχευσης ευρωπαϊκών τραπεζών, μπορεί να υπονομεύσει την υποψηφιότητα Βάιντμαν, επικεφαλής της Bundesbank, για το τιμόνι της ΕΚΤ. Το Βερολίνο έχει υπονομεύσει τη δημιουργία ενιαίου ταμείου ασφάλισης καταθέσεων, προβάλλοντας επανειλημμένως αντιρρήσεις μέσω τού μέχρι προ ολίγων μηνών υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μεταξύ άλλων, επιμένει ότι, για να θεσπιστεί σχήμα που θα εγγυάται τις καταθέσεις όλων των τραπεζών της Ευρωζώνης, πρέπει να έχει προηγηθεί εξυγίανση των ευρωπαϊκών τραπεζών και ραγδαία μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Στο πλευρό του Βερολίνου έχουν ταχθεί, εκτός από τους παραδοσιακούς συμμάχους της Γερμανίας στα οικονομικά ζητήματα, Φινλανδία και Ολλανδία, οι χώρες της Βαλτικής Λετονία, Εσθονία και Λιθουανία αλλά και η Δανία, η Ιρλανδία και η Σουηδία.