Τα πλήγματα των δυτικών χωρών στη Συρία αντιτίθενται στο διεθνές δίκαιο, εκτιμούν οι νομικοί σύμβουλοι του γερμανικού κοινοβουλίου, με μια γνωμάτευσή τους που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
“Η χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον ενός κράτους, προκειμένου να τιμωρηθεί για την παραβίαση, από το κράτος αυτό, μιας διεθνούς σύμβασης, συνιστά παραβίαση της απαγόρευσης προσφυγής στη βία που προβλέπεται από το διεθνές δίκαιο”, αναφέρουν οι νομικοί της Μπούντεσταγκ απαντώντας σε ένα ερώτημα που έθεσε το κόμμα Die Linke της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Η άποψη αυτή βασίζεται μεταξύ άλλων σε μια διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που χρονολογείται από το 1970 και στην οποία υπογραμμίζεται ότι οι χώρες έχουν καθήκον “να απέχουν, στις διεθνείς σχέσεις τους” από τον εξαναγκασμό μέσω στρατιωτικών μέτρων. Υπενθυμίζουν επίσης ότι στο παρελθόν το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει απορρίψει τα ένοπλα αντίποινα, χαρακτηρίζοντάς τα “ασύμβατα με τους στόχους και τις αρχές” του ΟΗΕ.
Η αιτιολογία που προέβαλε η Βρετανία, η οποία συμμετείχε στα πυραυλικά πλήγματα μαζί με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία “δεν είναι πειστική”, τονίζεται επίσης στην αναφορά αυτή, ένα αντίγραφο της οποίας ήρθε σε γνώση του Γαλλικού Πρακτορείου.
Το Λονδίνο εκτιμούσε ότι το διεθνές δίκαιο επιτρέπει κατ’ εξαίρεση μια πράξη αντιποίνων προκειμένου να εμποδιστεί μια μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση και θεωρούσε ότι οι όροι αυτοί πληρούνταν μετά τη χρήση χημικών όπλων από τις ένοπλες δυνάμεις του συριακού καθεστώτος. Οι Γερμανοί εμπειρογνώμονες ωστόσο αναρωτιούνται “αν οι στρατιωτικές επιθέσεις είναι πραγματικά το κατάλληλο μέσο για να εμποδιστούν περαιτέρω δεινά” στη Συρία.
Από τον πόλεμο στη Συρία, που ξεκίνησε το 2011, έχουν σκοτωθεί περισσότεροι από 350.000 άνθρωποι ενώ εκατομμύρια είναι οι εκτοπισμένοι και οι πρόσφυγες. Στις 14 Απριλίου, ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία βομβάρδισαν τρεις εγκαταστάσεις που φέρονται ότι συνδέονται με το πρόγραμμα χημικών όπλων της Συρίας, σε αντίποινα για την επίθεση που έγινε στις 7 Απριλίου στην Ντούμα, κοντά στη Δαμασκό, όπου σκοτώθηκαν τουλάχιστον 40 άνθρωποι.