Μια εκπληκτική ιστορία για τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αμμόχωστο εκείνες τις δραματικές για τον κυπριακό ελληνισμό ημέρες μετά τον Αττίλα, δημοσιεύει η ιστοσελίδα politis.
Την ιστορία διηγείται για το Βαρώσι ο στρατιώτης Ντερμάν Σαράτσογλου που υπηρετούσε στο στρατόπεδο του Γκιούσερεν (Καράολου) στην Αμμόχωστο. Και είναι μια ιστορία που επιβεβαιώνει το πλιάτσικο που έκαναν οι Τούρκοι.
Όπως λέει: Μια μέρα μπήκε στο στρατόπεδο ένα στρατιωτικό φορτηγό. Ένα απόγευμα. Ήταν καλυμμένο το φορτηγό, λέει. Σήκωσαν το κάλυμμα. Και τι δεν υπήρχε εκεί. Από το φορτηγό κατέβηκε ένας Τούρκος διοικητής. Φώναξε πέντε-δέκα στρατιώτες. Οι στρατιώτες άρχισαν να πακετάρουν ό,τι υπήρχε στο φορτηγό. Ο διοικητής επέβλεπε την εργασία.
Έλεγε στους στρατιώτες τι πράγματα θα τυλίξουν, πώς θα τα πακετάρουν. Κάποτε φώναζε και τους προειδοποιούσε. «Προσέξτε, θα σας πέσουν και θα τα σπάσετε». Οι στρατιώτες έκαναν, λέει, καλά τη δουλειά, πακέταραν τα πάντα με προσοχή. Στο τέλος τα έβαζαν σε μεγάλες πράσινες στρατιωτικές σακούλες.
Οι σακούλες ήταν ασφυκτικά γεμάτες. Στοίβες τα ηλεκτρικά αντικείμενα. Πακέταραν τουλάχιστον τέσσερις τηλεοράσεις, λέει. Τελικά, την επόμενη μέρα θα πήγαινε στην Τουρκία ένα στρατιωτικό φορτίο. Ο Ντερμάν ρώτησε τον νεαρό οδηγό του φορτηγού: «Από πού είναι όλα αυτά;» Ο στρατιώτης του απάντησε: «Όλη μέρα ήμασταν στο Βαρώσι».
Ένας από τους φίλους που έγραψε σχόλιο κάτω από αυτή την ανάρτηση διηγήθηκε όσα ήξερε ο ίδιος. Λέει το εξής: «Μετά το 1974, δηλαδή τους πρώτους μήνες, ένα αποβατικό πλοίο φόρτωσε ό,τι βρήκε». Ψυγεία. Πλυντήρια. Τηλεοράσεις. Μοτοσυκλέτες. Ό,τι φανταστείτε. Τα φόρτωσαν στο καράβι. Και ξεκίνησαν. Ύστερα ξέρετε τι έγινε; Κάποιοι σίγουρα ειδοποίησαν. Και δόθηκε διαταγή να επιστρέψει το πλοίο. Αυτό που συνέβη ύστερα είναι πιο σοβαρό. Αφότου ήρθε η διαταγή για να επιστρέψουν, άδειασαν όλο το φορτίο του πλοίου στη θάλασσα. Τα ψυγεία, τα πλυντήρια, οι τηλεοράσεις, οι μοτοσυκλέτες, όλα πήγαν στον βυθό της θάλασσας. Το πλοίο επέστρεψε άδειο. Στην Κερύνεια!
Ένας άλλος φίλος γράφει τα εξής: «Μήπως μόνο το Βαρώσι και την Κερύνεια λήστεψαν; Ο διοικητής του τάγματος ολοκλήρωσε τη θητεία του και θα επέστρεφε πίσω. Γέμισε μεγάλες ξύλινες κάσες με αντικείμενα για να τα πάρει μαζί του. Τα πακέταραν ωραία. Αυτό που με πείραξε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που έβλεπε τους στρατιώτες και η συμπεριφορά του προς αυτούς. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι το εξής: Στη σκοπιά μας είχαμε ένα τηλέφωνο με την αξία αντίκας. Πρώτα γυρίζαμε τον μοχλό του τηλεφώνου και έτσι μιλούσαμε. Ο διοικητής έβγαλε και πήρε μαζί του και αυτό το τηλέφωνο».
Κοιτάξτε τι έγραψε ένας άλλος συμπολίτης μας: «Όλες οι αντίκες, οι πίνακες, τα χρυσαφικά έφυγαν από την Κύπρο. Πήγα μια μέρα στην αγορά των παλαιοπωλών στην Κωνσταντινούπολη. Ρώτησα για γλόμπο. Ο άνδρας με ρώτησε αν είμαι Κύπριος. Ναι, του είπα. Γέλασε. Οι δικοί μας οικειοποιήθηκαν τις λάμπες σας και τώρα έρχεστε και τις ψάχνετε εδώ, μου είπε. Στην Άγκυρα πήγα στο σπίτι ενός δημοσίου υπαλλήλου που υπηρετούσε εδώ τότε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Όλο το σπίτι ήταν επιπλωμένο με αντίκες από την Κύπρο, από λάμπες, μέχρι καθρέφτες και κονσόλες».
Και καταλήγει το άρθρο:
«Είδες αγαπητέ φίλε από το Βαρώσι. Είδες Νίκο πού πήγε η τηλεόραση και το ψυγείο σου. Ο σκαλιστός σου καθρέφτης -ψαντίκα. Το σεντούκι που ήταν προίκα από τη μητέρα σου. Και τα ποδήλατα των παιδιών σου. Η μοτοσυκλέτα σου την οποία αγαπούσες πολύ. Πήγαν στην Άγκυρα, στην Άγκυρα. Στην Κωνσταντινούπολη. Στη Μερσίνα, στα Άδανα. Ιδού, αυτός είναι εκείνος που αποκαλείς εγγυητή. Καθαρίζει, σαρώνει τα πάντα. Κατακτά τα εδάφη της χώρας της οποίας είναι εγγυητής. Διώχνει τον κόσμο από τα σπίτια του. Δολοφονεί όσους αντιστέκονται. Οδηγεί τους αιχμαλώτους σε στρατόπεδα στα Άδανα. Τις δε αντίκες στην αγορά για αντίκες.
Οι διοικητές του 1974 ήταν τυχεροί. Πήραν τα προϊόντα. Ούτε η Κερύνεια έμεινε χωρίς να ληστευθεί, ούτε το Βαρώσι ούτε η Μόρφου. Τα αποβατικά πλοία που έφεραν στρατιώτες, φόρτωσαν ψυγεία, τηλεοράσεις και πλυντήρια και έφυγαν. Ένας στρατιώτης κάνει ένα πλυντήριο; Δεν έμεινε τίποτα για τους διοικητές που έρχονται και φεύγουν τώρα. Να τα έχουν με την τύχη τους!»