Σε επίκαιρο ερώτημα στη Βουλή απάντησε η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Χρέους με έγγραφο που κατέθεσε στη Βουλή.
Η ερώτηση του Βουλευτή Ν. Νικολόπουλου αφορούσε στην πώληση και την διαχείριση “κόκκινων” δανείων.
Στην απάντησή της η Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Χρέους αφού περιγράφει το πλαίσιο λειτουργίας των funds, αναφέρει επίσης ότι ο δανειολήπτης μπορεί να αντιπροτείνει την εξαγορά του δανείου του, με βάση τα προβλεπόμενα στην παράγραφο ε’ του 3ου Παραρτήματος του αναθεωρημένου κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών που προβλέπει ότι μπορεί το δάνειο να εξαγοραστεί με εφάπαξ καταβολή σε μετρητά και διαγραφή του υπολοίπου της οφειλής του ή και άλλες λύσεις, σύμφωνα με την ικανότητα αποπληρωμής του και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης του.
Αναλυτικά :
“Για τα αναφερόμενα στην εισαγωγική περιγραφή της ερώτησης σχετικά με την ανάθεση της διαχείρισης ή/και της μεταβίβασης τόσο των μη εξυπηρετούμενων όσο και των εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων σε Εταιρίες Διαχείρισης ή Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις πρέπει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση, με το θεσμικό πλαίσιο που δημιούργησε (ν. 4354/2015 και ν. 4389/2016) προκειμένου να διευκολύνει τη διαδικασία εξυγίανσης των τραπεζικών χαρτοφυλακίων διαμόρφωσε μια δευτερογενή αγορά δανείων, με αυστηρότατες πρόνοιες διαφάνειας και προστασίας των δικαιωμάτων των δανειοληπτών.
Συγκεκριμένα, τέθηκαν αυστηροί όροι ελέγχου και κανόνες λειτουργίας των funds, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η προστασία των δανειοληπτών. Η μη χειροτέρευση της θέσης του δανειολήπτη από ένα fund, έναντι της θέσης που είχε με την τράπεζα, είναι υψίστης σημασίας, διότι συνεπάγεται ότι ο δανειολήπτης θα συνεχίσει να λαμβάνει τις ίδιες προστατευτικές πρόνοιες. Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
• Οι Εταιρίες Διαχείρισης ή Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις υποχρεώνονται να έχουν έδρα στην Ελλάδα ή κάπου αλλού στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο. Όσον αφορά τους αποκτώντες δάνεια από τρίτες χώρες, έχουν τη διακριτική ευχέρεια να εγκατασταθούν στην Ελλάδα με υποκατάστημα, υπό την επιφύλαξη εφαρμογής των ενωσιακών διατάξεων και δεν πρέπει να έχουν έδρα σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος.
• Πρέπει να είναι ανώνυμες εταιρίες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορεί να προβαίνει σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και να έχουν μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον 100.000 ευρώ.
• Οι παραπάνω εταιρείες λειτουργούν εντός αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου και εποπτεύονται για τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, με δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατόπιν αξιολόγησης και συνεκτίμησης διαφόρων κριτηρίων (περιγράφονται στην παρ. 5 του αρ. 1 του ν. 4354/2015). Η διαδικασία αδειοδότησης υπηρετεί την αρχή της διαφάνειας στην ταυτότητα των μετόχων, με κριτήρια διαπιστευτήρια της καλή τους φήμης, της εμπειρίας και της ικανότητας. Αξιολογούνται, επίσης, οι αναλυτικές δράσεις της στρατηγικής των εταιριών, του επιχειρησιακού πλάνου και της μεθοδολογίας διεκδίκησης των δανείων, με έμφαση στην αναδιάρθρωση / ρύθμιση και όχι στους πλειστηριασμούς.
• Προς αποφυγή της εφαρμογής επιθετικής στρατηγικής των μη τραπεζικών ιδρυμάτων, στον Νόμο αποτυπώθηκε η ανάγκη δημοσιοποίησης περιοδικών στοιχείων από μέρους τους που να αφορούν τον όγκο και την ποιότητα των αναδιαρθρώσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων, στοιχεία που θα καταδεικνύουν – μεταξύ άλλων- πόσα δάνεια έχουν ρυθμιστεί, από τα οποία θα διαφαίνεται αν οι ρυθμίσεις είναι αρκετές και αν είναι επαρκείς για τους δανειολήπτες.
Επί των ερωτημάτων σημειώνονται τα ακόλουθα:
1. Αναγκαία προϋπόθεση για την πώληση των απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι (παρ. 2, αρ. 3, ν. 4354/2015) οι τράπεζες να έχουν κάνει πρόσφατη (μέχρι 12 μήνες) εμπεριστατωμένη και ουσιαστική πρόταση ρύθμισης στους δανειολήπτες, ζητώντας τους επιστολή που τους αποστέλλουν να διακανονίσουν τις οφειλές τους βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του ΚΔΤ (μειωμένη δόση και επιμήκυνση, περίοδος χάριτος, καταβολή μόνο τόκων, μείωση επιτοκίου, μερική διαγραφή οφειλής), στην οποία οι δανειολήπτες δικαιούνται να καταθέσουν αντιπρόταση ρύθμισης με βάση την ικανότητα αποπληρωμής τους ή πρόταση εξαγοράς του δανείου του (βλέπε και σχετική αναφορά παραπάνω).
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καθώς και στις περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου (παρ. 7, αρ. 3, ν.4354/2015 ). Το πλαίσιο προστασίας για τα δάνεια που θα πωληθούν είναι το ίδιο με αυτό που ισχύει για τις τράπεζες.
Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι κανόνες προστασίας καταναλωτή, ο Κώδικας Δεοντολογίας των τραπεζών, οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης για τον καθορισμό των δόσεων με βάση την πραγματική δυνατότητα αποπληρωμής, ο αναμορφωμένος νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος Σταθάκη) κ.λπ. οι οποίοι ισχύουν για τις τράπεζες, θα ισχύουν και για τα funds.
2. Επί μεταβιβάσεως απαιτήσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων και πιστώσεων ο νέος εκδοχέας συνεχίζει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας από το στάδιο που ήταν πριν τη μεταβίβαση. Επομένως, εντός του πλαισίου του ΚΔΤ ο δανειολήπτης κάλλιστα μπορεί να αντιπροτείνει την εξαγορά του δανείου του, με βάση τα προβλεπόμενα στην παράγραφο ε’ του 3ου Παραρτήματος του αναθεωρημένου ΚΔΤ (ΦΕΚ Β 2376/ 2-8-16), που προβλέπει ότι μπορεί το δάνειο να εξαγοραστεί με εφάπαξ καταβολή σε μετρητά και διαγραφή του υπολοίπου της οφειλής του ή και άλλες λύσεις, σύμφωνα με την ικανότητα αποπληρωμής του και τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης του.
Συμπερασματικά, πρέπει να σημειωθεί ότι το πλαίσιο που διαμόρφωσε η κυβέρνηση (ν. 4354/2015 και ν. 4389/2016) για την απόκτηση και διαχείριση δανείων από funds, περιλαμβάνει πρωτοφανείς στα ευρωπαϊκά χρονικά πρόνοιες και δικλείδες ασφαλείας, που επιβάλλονται σε μη τραπεζικά ιδρύματα προκειμένου αυτά να μην αναπτύξουν επιθετική στρατηγική στην Ελλάδα.
Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, προστατεύει τους δανειολήπτες και τους δίνει πρόσθετες ευκαιρίες εξεύρεσης λύσης ρύθμισης με τους πιστωτές τους, ακόμα και δυνατότητα εξαγοράς του δανείου τους, πριν ή μετά τη μεταβίβαση του δανείου τους.”