Ερήμην των εργοδοτών φαίνεται πως σχεδιάζει η κυβέρνηση από τη μια πλευρά την αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού και από την άλλη των κλαδικών βασικών μισθών, μέσω από την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της υπερίσχυσης τους έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων.
Και αυτό γιατί οι εργοδοτικές οργανώσεις (πχ ΣΕΒ, ΕΣΕΕ) έχουν εκφράσει τις ενστάσεις τους σε σχέση με όλες τις παραπάνω δράσεις, είτε αυτές είναι ήδη ψηφισμένες και μένει να αποσαφηνισθεί το πώς θα εφαρμοσθούν μετά το τέλος του Προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο (δηλ. η επαναφορά επεκτασιμότητας και υπερίσχυσης κλαδικών συμβάσεων), είτε επιδιώκει να τις περάσει η κυβέρνηση στα πλαίσια του μετα-μνημονιακού “αναπτυξιακού” προγράμματος που θα θα εφαρμοσθεί από το 2019 (δηλ. η αύξηση ή “επανεξέταση”,όπως δήλωσε τελευταία η Υπ. Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, του κατώτατου μισθού).
Συγκεκριμένα οι εργοδότες (ΣΕΒ, ΕΣΕΕ) συνδέουν την όποια αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών.
Εξάλλου, ο ΣΕΒ υποστηρίζει πως πρέπει να αποσυνδεθεί ο μηχανισμός καθορισμού του εθνικού κατώτατου μισθού από από τις διαδικασίες καθορισμού και τις μεταβολές των μισθών στις επιχειρήσεις ή τους κλάδους.
Αναφορικά δε με τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, ο ΣΕΒ τάσσεται υπέρ της διασφάλισης της αντιπροσωπευτικότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων και κατά της “δυνατότητας επέκτασης των συλλογικών ρυθμίσεων” ως “αποτέλεσμα της ελληνικής υποχρεωτικής διαιτησίας.
1) Η ΕΣΕΕ, σε σχέση με το ενδεχόμενο αύξησηςτου εθνικού κατώτατου μισθού, υποστηρίζει πως “η επιβάρυνση των εργοδοτών από την αύξηση του κατώτατου μισθού, θα μπορούσε να αντισταθμιστεί εν μέρει μεσοπρόθεσμα τόσο από την μείωση του μη μισθολογικού κόστους (σ.σ. των εισφορών), όσο και από την επιδότηση της εργασίας αντί της ανεργίας”. Αλλά και ο ΣΕΒ έχει υποστηρίξει πως “χρειάζεται να δοθεί προτεραιότητα στη μείωση της φορολογικής και ασφαλιστικής επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα ώστε να αυξηθεί ο διαθέσιμος μισθός αλλά και ο καθαρός κατώτατος μισθός”.
2) Όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού του εθνικού κατώτατου μισθού, ο ΣΕΒ υποστηρίζει πως “σημείο έναρξης της συζήτησης αυτής (σ.σ. για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού) πρέπει να αποτελούν αφενός η 131 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας για τη διασύνδεση της απασχόλησης με την παραγωγικότητα, και αφετέρου η αποσύνδεση στην πράξη του καθορισμού και των μεταβολών του κατώτατου μισθού από τις διαδικασίες καθορισμού και τις μεταβολές των μισθών στις επιχειρήσεις ή τους κλάδους, οι οποίοι θα πρέπει να διαμορφώνονται από τα μέρη με βάση τις δυνατότητες των επιχειρήσεων και των κλάδων.
3) Σε σχέση με την επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, ο ΣΕΒ έχει υποστηρίξει πως “είναι απαραίτητο να εφαρμοσθεί ως δεσμευτική προϋπόθεση η αντιπροσωπευτικότητα τουλάχιστον κατά 50% στον εκάστοτε κλάδο από την πλευρά των μερών που συνυπογράφουν” και πως ” δεν πρέπει να περιλαμβάνεται η δυνατότητα επέκτασης των συλλογικών ρυθμίσεων, που είναι αποτέλεσμα της ελληνικής υποχρεωτικής διαιτησίας”.